Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Διαστρεμμένα, ερωτάρικα, ξετσίπωτα τα κορίτσα. Το αίμα το παλιό που μιαν εποχή έσπρωχνε στη νίκη και στη δόξα τα σιδερένια σώματα, με τον καιρό κατάντησε να τα ρίχνη στην καταστροφή. Έτσι και το δυνατό κρασί άλλους μεθά κι αποκαρώνει κι άλλων ξυπνά τους πόθους και τη δράση. Η δύναμή τους κατάντησε αρρώστια τους.
Ουδείς απήντησε· μόνον ο ήχος της φωνής του Θεριστή έφερεν εις τα ώτα των πάλιν την ευχάριστον λέξιν κρασί! κρασί!. . . — Μάρτη! ορέ Μάρτη! επανέλαβεν ο Θεριστής. — Ναι, τόρα Μάρτης· πάει, θα τον χάνομε κι' αυτόν κάποτε-κάποτε είπεν ο Νοέμβριος. — Γιατί; — Γιατί παντρεύτηκε. — Παντρεύτηκε! πότε; ποία 'πήρε;
Ο ιατρός όμως Αντίγονος εφαίνετο ότι ευχαριστήθη από την ερώτησίν μου, διότι δεν εδίδετο, φαίνεται, προ πολλού πολλή προσοχή εις τας θεραπείας του, όταν συνεβούλευε τον Ευκράτην, κατά τας υποδείξεις της επιστήμης του, να μη πίνη κρασί, να τρώγη λάχανα και εν γένει η δίαιτά του να είνε κατευναστική. Ο δε Κλεόδημος, ο οποίος συγχρόνως εχαμογέλα, Τι λέγεις, Τυχιάδη; μου είπε.
Μέσ' 'ςτά κατώγεια τα βαθηά σαν μόσχο να το κρύψω, Να το φυλάξω ολάκεραις χρονιαίς, ακέρηους μήνες, Ως που ν' αρθή μιαν άνοιξι, ναρθή ένα καλοκαίρι, Να γύρη από τη μακρυνή την ξενητειά ο καλός μου. Να κατεβώ μέσ' ςτήν αυλή, να πιάκω τ' άλογό του. Να τον φιλήσω αγκαλιαστά 'ςτά μάτια και 'ςτό στόμα, Να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ' αθάνατο κρασί σου, Της ξενητειάς τα βάσανα να πάν', να τα ξεχάση.
Πόσα δε μούπαν όλοι τους, βλαμάκια και ξαδέρφοι, πόσα δεν έκαναν αφτού να με βαστάξουν σπίτι! 465 Τι πλούσια θέλεις πρόβατα, τι τραχηλάτα βόδια μούσφαζαν, τι καλόθρεφτα καψάλιζαν γουρούνια, π' αστράφτανε του πάχους τους στρωμένα μες τις φλόγες· πόσο κρασί δεν πιόθηκε απ' τα σταμνιά του γέρου!
Από το κεντημένο με λουλούδια δισάκι του αναδυόταν η μυρωδιά του γκατό , που πήγαινε πεσκέσι στον φίλο του τον Ρέτορα, και πρόβαλε ακόμη ο βιολετής λαιμός μιας νταμιτζάνας με κρασί. «Κι εσύ, βλάκα, πας με τα πόδια; Ακόμα και το άλογο σε βάλανε να κάνεις τώρα; Δώσε μου το δισάκι, θα σου το κουβαλήσω εγώ. Δεν θα τον σκάσω, μην φοβάσαι!
ΑΙΣΧΙΝΗΣ Ο Αργείος κ' εγώ κι ο Θεσσαλός ο καβαλλάρης Άπις κι ο στρατιώτης Κλεύνικος ετρώγαμε στο σπίτι. Τους είχα σφάξει δυο πουλιά και χοίρο του γαλάτου, είχα κι ανοίξει βίβλινο κρασί τεσσάρων χρόνων πούλεγες μόλις τώφεραν από το πατητήρι. Εκεί που εσιγοπίναμε μας ήρθε και να πιούμε καθένας κάποιου στην υγειά και να τον νοματίση.
Εκείνη μαζεύοντας βούρλα έπλεκεν ακριδοπαγίδες· κ' έχοντας σε τούτο το νου της, παραμελούσε το κοπάδι. Εκείνος, αφού έκοφτε καλάμια ψιλά και τρυπούσε τα χωρίσματα στους κόμπους και τα κολλούσε τόνα με τάλλο με μαλακό κερί, γυμνάζονταν ως στο βράδυ να μάθη σουραύλι. Και καμιά φορά έπιναν γάλα και κρασί και μοιράζονταν τις θροφές πούφερναν από το σπίτι τους.
Όταν εβγήκαμεν από το λουτρόν, μερικοί σκλάβοι μας εσφούγγισαν με πανιά λευκά πολλά ψιλά· ήλθαμε έπειτα εις ένα μεγαλοπρεπή χοντζερέ, εις τον οποίον και οι δύο εκαθήσαμεν εις μίαν τράπεζαν γεμάτην από διάφορα εκλεκτά φαγητά, βαλμένα εις απλάδια από φαρφουρί φίνο της Κίνας· τα μοσχοκάρυδα της Μαλάκας, τα γαρούφαλα της Ναγκασάρ, και η κανέλλα Σιρενδίβ εστόλιζαν τα φαγητά· ύστερον που εφάγαμεν όσον μας άρεσεν, έπιαμεν ένα κρασί πολλά εξαίρετον, και εχαρήκαμεν αρκετήν ώραν.
Και παρεκάλεσε τον Κομποδήμον είτα να της σχίση ολίγα ξύλα, διά να έχη μικρά και ευκολοβόλευτα διά τας εορτάς, ότι συνήθιζεν αργά να κάθηται ο Μπάρμπα-Σταύρος παρά την εστίαν κρατσανίζων κιδώνια ευώδη, ή τρώγων κάστανα και πίνων από το ωραίον κρασί του το μοσχάτο. Είχε παρέλθει το δειλινόν. Έξω ηκούετο θόρυβος και ταραχή εν τη αγορά χιονοβολουμένων των ναυτικών διά την καλή χρονιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν