Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Η ζήλεια την έτρωγε τόσο που αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι, παρόλο που θα έπρεπε να διασχίσει τη μισή γη, για να πάει να δει η ίδια…» Η ντόνα Έστερ έσκυψε λίγο από την άλλη μεριά και πήρε το βιβλίο μέσα στο οποίο είχε βάλει τα γυαλιά της. «Αυτές οι ιστορίες βρίσκονται εδώ, στην Αγία Γραφή.» Ο Έφις κοίταξε ταπεινωμένος το βιβλίο και δε συνέχισε.
Όταν οι κοινότητές του ― οι πολιτείες και τα χωριά του ― έχουν υγεία, δουλειά και προκοπή, κοίταξε πως προκόβει και το έθνος όλο. Όταν πάλε οι κοινότητές του είναι αρρωστιάρικες, και οι άνθρωποι μισοδουλεύουν, δεν είναι ευχαριστημένοι, γκρινιάζουν, παραπονιούνται, μαλλιοτραβούνται, και γίνονται κόμματα, κοίταξε το έθνος όλο πως παραλεί και στενοχωριέται και δε σαλεύει πια.
Κοίταξε τα ρημαγμένο μέρος γύρω της κ' ενώ η ματιά της γέμισε συμπόνεση, είπε: — Δυστυχισμένοι άνθρωποι! Η δική της απογοήτεψη άλλαξε πάλι σε συμπόνεση για τη δυστυχία άλλων ανθρώπων, τη δυστυχία που μαρτυρούσε αυτός ο ρημαγμένος τόπος. Ξανακάθησε χάμω και ρίξαμε τα μάτια γύρω στο μικρό λόφο εκεί στην άκρη του δάσους, που μας έφερνε στην ανάμνηση την ξένοιαστη γαλήνη ενός ολάκερου καλοκαιριού.
Τότες λοξά τον κοίταξε ο Έχτορας και τούπε 284 «Αλλού να πας τους λόγους σου να βγάζεις, Πολυδάμα, 285 που θες ξανά μες στο καστρί σα γίδια να χωθούμε!
Κι' έτσι η εφκή του Δία πίσω ας σε πάει στον τόπο σου για το καλό που κάνεις!» 557 Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλέας 559 «Μη, γέρο, μ' ερεθίζεις πια. Τόχω κι' εγώ στο νου μου, 560 και θα σ' τον δώσω. Μούρθε εδώ απ' τους θεούς μηνήτρα η μάννα που με γέννησε, θαλάσσιου γέρου η κόρη. Κι' εσένα δε μου ξέφυγε — το νοιώθει, γέρο, ο νους μου — θεός πως σ' έφερε ως εδώ στ' Αργίτικα καράβια.
Κοίταξε όμως γνώση: Τη νεκρή τη γλώσσα, πολεμούμε να τη ζωντανέψουμε, και τη ζωντανή τη μουσική, να την πνίξουμε μες στη φράγκικη! Για να πολιτισθούμε, όλα μας πρέπει ναλλάξουν. Η Μουσική μας πρέπει νάρθη από την Ευρώπη, κ' η γλώσσα μας από την Αρχαιότητα.
Με κοίταξε με μεγάλα, ξαφνισμένα μάτια: — Δεν μπορείς να πιστεύης, όπως πιστεύω εγώ Γιατί έχεις κιόλας κάποιο δισταγμό αν είναι δυνατό, είπε. Εγώ όμως το ξέρω και δεν έχω κανένα δισταγμό. Μια ανάμνηση ξύπνησε μέσα μου, η ανάμνηση της ώρας, που μου παραπονέθηκε πως την έκαμα να χάση την πίστη, που είχε στην πραγματικότητα την έξω από το αισθητό.
Και πάψε να υποκρίνεσαι, γιατί δεν έχουμε πια τίποτα να σου δώσουμε. Κατάλαβες, άθλιε;» Τότε ο Τζατσίντο τον κοίταξε κι αυτός με τη σειρά του από κάτω προς τα επάνω, με κακία και έκπληξη συνάμα, σήκωσε πάλι τα χέρια και φάνηκε σαν να ανυψώνεται από τη γη ορμώντας ολόκληρος κατά του Έφις, σαν τον αετό στη λεία του.
Μα το παιδί με κράτησε: — Γιατί ρουχαλίζει έτσι η μαμά; είπε. Κοκκίνησε, σα να είπε κάτι που δεν έπρεπε, και δοκίμασε να γελάση χωρίς να το κατωρθώση. — Έτσι ακούγεται η πνοή του ανθρώπου όταν πεθαίνη, είπα. Το παιδί δεν έβαλε τα κλάματα. Κούνησε μόνο το κεφάλι και κοίταξε αλλού. — Το περίμενε όπως και γω, συλλογίστηκα. Και την ίδια στιγμή είδα πόσο μικρός και πόσο μεγάλος είταν ο Ούλοφ.
Έμοιαζε σα να μην είτανε πια δική μας, μα φαινότανε σα να είχε κάτι που ήθελε να μας το πη πριν χωριστή από μας, σα να μην μπορούσε να πεθάνη χωρίς να μας το πη. Είτανε φοβερό να βλέπουμε τον αγώνα της κι ακόμα φοβερότερο να χάσουμε ίσως τα τελευταία λόγια της. Ξαναέσκυψα απάνω της κι απελπισμένος της ψιθύρισα στο αυτί μια παράκληση. Τότε άνοιξε το μάτι της και με κοίταξε κ' εννόησα πως μ' άκουσε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν