United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είδες εσύ, Κωσταντή μου, ποτέ σου τέτοια ομορφιά; Κωστ. Την παραχαδεύεις, σου λέω, μάννα, και θα μας τη χαλάσης. Καμάρωνε την όσο θες απομέσα σου, μα μην της τα λες. Το παιδί είνε βοτάνι, κι όσο το χαδεύεις μαραίνεται κι αποζαρώνει. Πότιζε το στη ρίζα του, δίνε του ήλιο κι αγέρι όσο θες, μα μην το πολυαγγίζης. Δέσπω. Να είσουνα μάννα, θα τόννοιωθες τι θα πη μονάκριβη κόρη.

Θυμάται ακόμα και κάποια λόγια που λέγανε στο σπίτι «Αυτό το καράβι θα φέρη τα προικιά της Ταρσίτσας». Δεν καταλάβαινε τότε τι θα πη προικιά, μα της έφτανε πως κάτι θα της έφερνε το καράβι και ταγαπούσε και το καμάρωνε. Έτσι ανάκατα και χωρίς τάξη, τα πρώτα υστερνά και τα υστερνά πρώτα, περνούσανε μπροστά στα μάτια της Ταρσίτσας οι μέρες της ζωής της.

Τότ' είπες, Πάτροκλε αλογά, με την ψυχή στο στόμα «Τώρα καμάρωνε, Έχτορα, όσο μπορείς, τι ο Δίας νίκη κι' ο Φοίβος σούδωκαν που μ' έσφαξαν εμένα· 845 τι σαν κι' εσένα κι' είκοσι να θε μου βγουν, εδώ όλοι 847 θάτρωγαν χώμα, απ' το γερό χαλκό μου καρφωμένοι.

Κι' όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι, ο γέρος του Πηλιά το γιο καμάρωνε, πώς είταν λαμπρός μεγάλος! λες θεό πως έμιαζε ίσα πέρα. 630 Και πάλε αφτός τον Πρίαμο καμάρωνε, θωρώντας την όψη την αρχοντικιά, τα λόγια του αγρικώντας.

Γιατί όταν η μαμά ανακάλυψε πως ο Σβεν μπορούσε να τραγουδά, είτανε φυσικό πως άρχισε να του καλλιεργή το χάρισμα και πως καμάρωνε για τη φωνή του, όπως και για όλα όσα έλεγε κ' έκανε. Του πήρε μικρά βιβλία με τραγούδια και του έμαθε τα λόγια απόξω. Γιατί ο Σβεν μόλις είταν ακόμα πεντέμιση χρονών και δεν ήξερε να διαβάζη.

Όσο για τα μακριά μαλλιά, τόσο τα φρόντιζε και τα καμάρωνε, που κατάντησε, λέγουνε, στα στερνά του χρόνια να στολίζεται και με ξένα. Για ναποσώσουνε την εικόνα του δεν παράβλεψαν οι ιστορικοί του να μας πουν πως είχε και γένεια κοντουλά αφισμένα. Ανάγκη να πούμε πολλά για το χαρακτήρα του δεν υπάρχει, αφού ξεδιαλίστηκε κάμποσο στην ιστορία του μέσα.

Κ' έπειτα γύριζε ο Σβεν κ' η χαρά είτανε τόσο μεγάλη, ώστε η μαμά έπρεπε ναφίνη τη δουλειά της και να τον παίρνη στην αγκαλιά και να τον φιλή πολλές φορές. Του μικρού Σβεν του είχαμε βγάλει πολλά ονόματα στο σπίτι. Τονέ λέγαμε μικρό αδερφούλη και Νέννε, που το βρήκε μόνος του, και μαϊμουδάκι και χρυσό, όπως μας ερχότανε στο στόμα. Ήξερε όλα τα ονόματά του και ταριθμούσε και καμάρωνε γι' αυτά.

Φαίνεται πως κάμποσο καλό έκαμναν οι αγαθές εκείνες καλόγριες σε φτωχούς και σ' αρρώστους, και πολύ τις καμάρωνε αυτές ο Χρυσόστομος. «Οι πιώτερές μας» έλεγε «είναι δοσμένες στα ουράνια αντίς στα επίγεια». Ομπρός στα δυο κακά ως τόσο που προξενούσε η μοναχική τους αυτή ζωή, τα φιλανθρωπικά τους έργα δεν πολυσήμαιναν. Πρώτο κακό, που στεριούνταν ο κόσμος τις καλλίτερες του μητέρες.

Κι' ο φιλόσοφος θαρρούσε πως ονειρεύεται... Και μέσα στόνειρό του καμάρωνε την παράξενη Πολιτεία, που ένας αμίλητος θεός την είχε πλάσει κάτω απ' το φως του φεγγαριού. Οι ευγενικοί ρυθμοί, τα ωραία κινήματα, οι πλαστικές ομορφάδες, έπλαθαν έτσι νέες μυστικές μελωδίες κ' έδεναν ασύγκριτα σε μια σιωπηλήν ορχήστρα τις πνευματικές αρμονίες της ζωής.

Αυτό το έλεγε πείραγμα του μπαμπά και λίγα πράματα ήξερε που να τον διασκεδάζαν τόσο. Μου φαίνεται πως τους βλέπω ακόμα εμπρός μου και τους δυο να περπατούν απάνω κάτω στο μακρύ δρόμο με τα γυμνά δένδρα το χειμώνα, όταν ο Σβεν φορούσε τη μικρή του γούνα, που είταν καμωμένη από μια παλιά της μαμάς και την καμάρωνε τόσο.