United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και στη μοναξιά της, όλο λογάριαζε πώς θα λαμποκοπάη στα χρυσά της μαλλιά ο μικρός ήλιος, κορώνα της ομορφιάς της. Τίποτε άλλο δε λογάριαζε. Η καρδιά του Παύλου και τα συλλογικά του ήτανε δικά της και τα κρατούσε στα χέρια της. Ένα περίμενε μόνο, το διαμάντι. Μήνες ήρθανε απάνω στους μήνες κι' ο Παύλος δεν εφάνηκε. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε κι' ο χειμώνας και τίποτε. Η Παυλίνα έσκαζε από μέσα της.

Μέχρις ου υπανδρευθή, βόσκουσα καθημερινώς τα αιγοπρόβατα του πατρός της εις τα μέρη της Ριζοκαστριάς, όπου είχε κατασκηνώση η οικογένεια της, τον χειμώνα και το καλοκαίρι, το φθινόπωρον και την άνοιξιν, έβλεπεν όλας της φύσεως τας μεταβολάς και τας εδέχετο μετά χαράς, όπως δέχεται τις τας θωπείας της μητρός του.

Ακούς εκεί να μη φανή στου Καλιλά για τα μάτια καν... Ο λ γ ί ν α. Ύστερα μάλιστα από τόσους μήνας πού’ λειπε. Έ μ μ α. Ξέρεις ότι όλο το καλοκαίρι έλειψε και η ζωγράφος, η νέα του συμπάθεια, η οποία άρχισε από τον Μάρτιο την εικόνα της γιαγιάς. Κύτταξε τέλος πάντων, θα το τελείωσης αυτό το κτένισμα!

Έβλεπα το μεγάλο πουρνάρι, που ανέβαινα το καλοκαίρι, κι' έπιανα τα πουλλιά μέσα στες φωλίτσες τους, πριν φτερουγίσουν ακόμα, χωρίς να με μέλλη και χωρίς να με κόβη και να με νοιάζη για τα τσιουρίσματα των μαννάδων τους, που φτερούγιζαν ψηλά από το κεφάλι μου, χωρίς νάχουν οι καημένες τη δύναμη να μου τ' αρπάξουν μες από τα σκληρά μου τα χέρια.

Σ' ερημιάς μεγάλης μέρη Ένας Τράγος καλοκαίρι Οχ τη δίψα αναγκασμένος, Περπατούσε απελπισμένος. Μια Αλουπού οχ την ίδια αιτία, Και σε όμοια αδημονία, Βλέποντάς τον σταματάει, Φιλικά τον χαιρετάει· Και στην πρώτη αντάμοσί του Με μια κάπια αλαφροσί τους, Σαν ομιοπαθείς κι' οι διό τους Μολογάν το βασανό τους.

Ποτέ δε θαυμάστηκε τόσο ο Σβεν, δε χαδεύτηκε, δεν κρατήθηκε από όλους στα χέρια και δεν αποθεώθηκε, όπως αυτό το καλοκαίρι. Οι ναυτικοί τον πέρνανε στον ώμο και του φτιάνανε βαρκίτσες, οι γερόντισσες σταματούσανε και χαμογελούσαν, μόλις τον βλέπανε.

Κ' ενώ εκείνα μιλούσανε, ξαπλωμένη αυτή τα κοίταζε οληώρα κι άκουγε τι λέγανε σα να χρειαζότανε καιρό για να νοιώση πως όλα όσα έβλεπε κι άκουγε είταν πραγματικότητα κι όχι φαντάσματα. Έπειτα τα πήρε κοντά της και τα καλονύχτισε μ' ένα φιλί. — Τώρα θα γίνω γλήγορα καλά, είπε. Κι άμα έρθη το καλοκαίρι, ο μπαμπάς θα μας φέρη έξω στα νησιά. Δε χρειάζουμαι να ξέρω πού.

Λυπάται η κόρη για τη ζημιά του κοπαδιού της και που νικήθηκε στο τραγούδι· και παρακαλάει τους θεούς να γίνη πουλί, προτού να φτάση σπίτι της. Ακούν οι θεοί τα παρακάλια της και την κάνουν αυτό το πουλί, βουνήσιο σαν την κόρη, γλυκόλαλο σαν εκείνη. Κι ακόμη και τώρα τραγουδώντας διαλαλάει τη συφορά της, ότι αναζητάει τα ξεπλανεμένα βόιδια. Τέτοιες χαρές τους έδινε το καλοκαίρι.

Δε χρειαζότανε να ψάξουμε να βρούμε το δέντρο, γιατί το καλοκαίρι είχαμε ρθει συχνά κ' είχαμε φόβο πως θα πήγαινε κανένας να πειράξη το πραματάκι, που είτανε τόσο καλά κρυμένο και το θαρρούσαμε σα σφραγίδα της αμέτρητης ευτυχίας μας, μιας ευτυχίας, που μια στιγμή φάνηκε πως χάθηκε, όμως ξαναήρθε.

«Άιντε, μώρ’ πλιάκ' Ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ! Μόλις εβγάλαμε τον ανήφορα του Διποτάμου κ' εκονέψαμε 'ςτες Δυο Εκκλησίες. Μας είχε πάρει το μεσημέρι. Φωτιάν έχυνε ο ουρανός από πάνου μας. Ο ήλιος εζάριζε. Αύγουστος μήνας. Βάχτι καλοκαίρι. Της ποταμιάς η πνοή δεν έφταν' εδώ. Και τ' αέρι που κατέβαζαν τα βουνά, άναφτε 'ςτην πετρίλα που πέρναε και μας έπνιγε τον ανασασμό.