United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για να κάμουμε όσο το δυνατό μεγαλήτερη την αντίθεση με το περασμένο καλοκαίρι, διαλέξαμε το «Λύδιγγαι» και στήσαμε την κατοικία μας στο απάνω πάτωμα ενός μισοερειπωμένου πύργου.

Δακρύζουν τα ματάκια της και τέτοια λέει ο νους της. — Γιατί με κακοπάντρεψες, μανούλα με κλαρίτην, Που κάνει μήνες στα βουνά και ξάμηνα στους κάμπους; Άλλοι του πάνε το ψωμί, άλλοι του παν τα ρούχα, Κ' εγώ κοιμούμαι μοναχή χειμώνα καλοκαίρι, Με την ροκούλα μου αγκαλιά τ' αδράχτι στο ζωνάρι, Βρέξε, χειμώνα, χιόνισε κλείσε τα κορφοβούνια, 'Ρίξε ένα πετροχάλαζο κ' ένα πυκνό δρολάπι, Για να πνιγούν τα χειμαδιά κ' οι κάμποι να χαλάσουν, Για να βραχούν τα πρόβατα, τα κόθρα να μοσκέψουν, Και να σαπούν τα ράμματα, να πέσουν τα τρουκάνια, Να χάση ο γιός μου την κοπή, την στάνην ν' απαριάση, Να φορτωθή τον αραγό, νάρθη να ζάη στο σπίτι.

Ν' ασπρίσης 'σαν τον Όλυμπο, 'σάν τάσπρο περιστέρι, σαν το πουλάκι που κελαειδεί χειμώνα καλοκαίρι!

Αδύνατο να πω πως ήρθε μέσα μου ο παράλογος αυτός πόθος. Ίσως να είταν αφορμή πως πέρασα ένα καλοκαίρι εκεί όταν είμουνα παιδί κ' είναι βέβαια αρκετά αβέβαιο τι μέρος παίζουν αυτές οι έστω παροδικές δυνατές εντύπωσες της παιδικής ηλικίας στη μόρφωση των αιστημάτων, που επηρεάζουν την κατοπινή ζωή μας.

Ήσυχη και γλυκειά σαν το καλοκαίρι, με το μαλακό της το χαμογέλοιο, με τα μικρά της τα ποδαράκια, πήγαινε κ' έρχουνταν η Λέλα μέσα στο σπίτι. Έτρεχε απάνω στο Σταβροδρόμι με την Ελένη, έκαμνε βίζιτες με την Ελένη, τη συντρόφεβε παντού, έπαιζε πιάνο μαζί της, μελετούσε μαζί της, μιλούσε, χωράτεβε, σα να μην ήξερε τίποτις.

Όταν όμως ύστερ' από πολλά χρόνια μπορούσα να γνωρίζω πια πως μου είτανε δυνατό ναπολάψω ένα καλοκαίρι κοντά στη θάλασσα, τότε είταν η γυναίκα μου που μ' έκανε να φοβούμαι πως όλη η χαρά μου θα έλιωνε σ' έναν καπνό.

Της φαινότανε σα να έπρεπε να κάνουμε την εκδρομή αυτή, σα να μην μπορούσε να βεβαιωθή πράγματι για την ευτυχία της πριν ξαναδή αυτό το μέρος, έτσι όπως το είδε μια φορά κι όπως το έβλεπε πάντα στα όνειρά της. Είπε πως είχε σκοπό, άμα θαρχόμαστε μαζί εδώ έξω, να με παρακαλέση ναρθούμε να κατοικήσουμε άλλο ένα καλοκαίρι. Κ' ήξερε πως δε θα μπορούσα να της το αρνηθώ.

Κ' έχει αποκάτω του τη μεγάλη και παλιά καταβόθρα της λίμνης τη Βοϊνίκοβα, όπου χάνονται τα νερά που τόνε κινούν. Την άνοιξη όμως και το καλοκαίρι μονάχα δουλεύει, κι αλέθει τα γεννήματα των γύρωθε χωριών του κάμπου, γιατί το χινόπωρο και το χειμώνα από τες πολλές βροχές κι από τα χιονόνερα που λυόνουν στα βουνά και κατεβαίνουν στους κάμπους πλημμυρίζ' η λίμνη και τον αποσκεπάζει ολότελα.

Δίχως σύννεφα, που να κρύβουνε τον ήλιο, στέκει εμπρός μου το καλοκαίρι, που ακολούθησε την ανοιξιάτικη αυτή εκδρομή. Με ποια όρεξη εργαζόμουνα και πώς προχωρούσε η εργασία εύκολα.

Και δεν είνε ένας ή δυο, αλλά είκοσι, πενήντα, εκατό, όλοι με προστασία και τόση μάλιστα, πού ένα καλοκαίρι, που έτυχε να είνε ολιγώτερο ή χειρότερο το νερό, μας επλάκωσε κοιλιακός τύφος και άρχισαν να πεθαίνουν σαν τες μύγες τα παιδιά. Τέσσαρα δικά μου έθαψα το ένα μετά το άλλο σ' εκείνη τη γωνιά, κοντά στο μνήμα του Γεννάδιου, εκεί πού εκαμάρωνες την άσπρη γαρουφαλιά.