Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Αυτά 'πε, κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. 30 και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, εις τα πρυμόσχοινα σιμά οι άλλοι αναπαυθήκαν• μέν' απ' το χέρι πήρε αυτή μακράν απ' τους συντρόφους, εκάθισέ με, πλάγιασε κοντά μου, και μ' ερώτα• κ' εγώ της εξιστόρησα τα πάντα ένα προς ένα. 35 προς εμέ τότε ωμίλησεν η Κίρκ' η σεβασμία• 'τούτα όπως τα 'πες έγειναν ό,τι θα ειπώ συ τώρα άκου, και πάλι ένας θεός θα σου τα υπενθυμίση.
Θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. και 'ς την Αιαία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα 135 η Κίρκ' η καλοπλέξουδη, δεινή θεά, φωνούσα, του κακοβούλου αυτάδελφη του Αιήτη• και τους δύο Ήλιος ο κοσμοφωτιστής εγέννησε και η Πέρση, εκείνη, 'που του Ωκεανού πάλ' ήταν θυγατέρα. και αυτού 'ς την άκρη αράξαμε σιγά σιγά το πλοίο 140 μέσα εις λιμέν' ακίνδυνον θεός μας ωδηγούσε. βγήκαμ' αυτού κ' εμείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτη ημέρα έφερε, το κοντάρι μου και το μαχαίρι επήρα, 145 και απ' το καράβι ογλήγορα 'ς αγνάντιο βγήκ' επάνω, έργα θνητών ίσως ιδώ και την φωνήν ακούσω• ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφή πετρώδη, και απ' την ευρύχωρη την γη καπνός μου εφανερώθη, της Κίρκης εις τα μέγαρα, 'ς τα πυκνωμένα δάση. 150 και αμέσως εγώ μέτρησα 'ς τα βάθη της ψυχής μου, τον μαύρον άμ' είδα καπνόν, να υπάγω εκεί να μάθω. κ' εύρηκα συμφερώτερο να καταιβώ εγώ πρώτα 'ς το πλοίο μου, 'ς της θάλασσας την άκρα, και αφού δώσω το γεύμα εις τους συντρόφους μου, να στείλω αυτούς να μάθουν. 155 αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, των θεών κάποιος τότ' εμέ τον έρμον ελυπήθη, κ' ελάφ' υψηλοκέρατο μεγάλο αυτού 'ς τον δρόμο μώστειλε, οπού 'ς τον ποταμόν απ' την βοσκή του λόγγου να ποτισθή κατέβαινεν ο ήλιος το 'χε ανάψει. 160 κει, 'πώβγαινε, το κτύπησα 'ς το ραχοκόκκαλό του, και απ' τ' άλλο μέρος πέρασε το χάλκινο κοντάρι. χάμου βογγώντας έπεσε, κ' επέταξε η πνοή του• επάτησά το κ' έσυρα το χάλκινο κοντάρι μέσ' από την λαβωματιά, και απόθωσά το χάμου. 165 και αφού γύρωθε ανέσπασα και βούρλα και λυγέρια, κ' έπλεξα όσο μιαν ορυιά σχοινί καλοστριμμένο απ' τα δυο μέρη, κ' έδεσα του τέρατος τα πόδια, το 'φερνα κατατράχηλα, κ' επήγαινα 'ς το πλοίο, 'ς τ' ακόντι στηριζόμενος• τέτοιο θεριό μεγάλο 170 να φέρω δεν θα δύνομουν 'ς τον ώμο μ' ένα χέρι. εμπρός 'ς το πλοίο το 'ριξα• κ' εσήκωσα τους φίλους, καθέναν πλησιάζοντας με λόγια μελωμένα• «ω φίλοι, αν και περίλυποι, δεν θέλει καταιβούμε 'ς τον Άδη, πριν έλθη για μας η ώρα του θανάτου. 175 αλλ' όσο βρώσι και πιοτό δεν λείπουν 'ς το καράβι, ας θυμηθούμε το φαγί, να μη μας φθείρ' η πείνα».
Αυτά 'πε, και χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη• κ' εμένα εκείνη εφόρεσε χιτώνα και χλαμύδα• μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθη ακόμη ωραίο χρυσό ζωνάρι, κ' έβαλε 'ς την κεφαλήν καλύπτρα. 545 τα δώματα εγώ διάβηκα και τους συντρόφους ηύρα, και τους κεντούσ' από σιμά με λόγια μελωμένα• «πάψτε το γλυκανάσασμα του ύπνου, αγαπητοί μου• ας πάμε• η Κίρκ' η σεβαστή μ' εδίδαξε τον δρόμο». είπα, κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή τους. 550
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν