Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Αδειάζει κι' αυτή, οπού και εις τον ύπνο της ακόμα πλέκει την κάλτσα της κινούσα τα χέρια της! . . . Και ανεστέναξε βαθέως: — Να ήμουν ταχυά κι' εγώ στην Παναγία την Λημνιά, τη ενορία μας, ταχυά το ψυχοσάββατο! Τι κόλλυβα σωρό, οπού θα πάνε για όλους τους πεθαμένους! . . .

Κι όσο θα τραβούμε μπροστά, τα δέντρα θα γίνουνται πυκνότερα, τα φύλλα τους χοντρή μάζα που δε θα την περνά ο ήλιος, το χορτάρι ψηλό ως το γόνα. Και θ' ανασηκώσης τότε το φορεματάκι σου με τ' αριστερό σου χεράκι, και μέσα στο μυστήριο και στη βαθειά σιγαλιά του δάσους, θα φανή πιο μεθυστική και πιο καλοπλασμένη η στρογγυλή σου γάμπα με τη μεταξωτή μαύρη κάλτσα σου.

Πήρε το κέντημά της, το μεγάλο κέντημα που είχε απάνω την Ιστορία των Ευμορφόπουλων και το κάρφωσε φαρδύ πλατύ στον τοίχο του γραφείου. Το κρέμασε ίσα κοντά στο άγαλμα της Δόξας κι ανάμεσα στις βιβλιοθήκες. Έπειτα έκατσε στην ταράτσα κι άρχισε να πλέκη την κάλτσα της. Έπλεκε νευρικά και συχνοκύτταζε το δρόμο, ανυπόμονη πότε να φανή ο Αριστόδημος. Δεν πέρασε πολλή ώρα και να τος ο καλός σου.

Την έβανε για κάλτσα, δεν έκανε· την έβανε καπνοσακκούλα, ούτε· την ετραβούσεν από πάνω, από κάτω· την εμάζωνε, την άπλωνε, τίποτα! Τέλος την επέταξεν απελπισμένος, έφυγε και ακόμη την νομίζει μυστήριο! Άλλη μια φορά εκίνησε να πάη να πειράξη τη γυναίκα.

Η κοντούλα η Ξενιώ, που είχε τόσα χρόνια την κάλτσα κρεμασμένη από τον λαιμόν της, έγεινε πάλιν δύο μηνών νειόνυμφη, όπως ήτανε μια φορά, και εστόλισεν εύμορφα το σπιτάκι της.

«Δεν ξέρω τι θα γίνουμεν, αν δεν κάμη ο Θεός κανένα θαύμα να μας βοηθήση. Τα ξύλα όπου ημπορώ να σηκώσω εις τη γέρική μου πλάτη ολιγοστεύουν καθημέραν, και συ αντίς τρεις χρειάζεσαι τόρα πέντε 'μέραις για να πλέξης μια κάλτσα. Η Μηλιά τρώγει 'λίγο, μα αγαπά να μοιράζη ψωμί εις τους πτωχούς και τα πουλιά. Συλλογούμαι τι θα γείνη αφού κλείσουμε τα μάτια.

Τότε η Ξενιώ μόνον τας επισήμους ημέρας επήγαινεν. Ούτε ο γέρων την εκάλει πλέον. Παρήλθεν ήδη οκταετία μετά τον γάμον. Χλωμή λοιπόν, σβυσμένη, σαν λαμπάδα νεκρού θαμβά φέγγουσα, με την κάλτσα της κρεμασμένην από τον λαιμόν, έβγαινε βράδυ-βράδυ από το πίσω μέρος του σπιτιού της, προς το βουνόν. Να μη βλέπη την θάλασσαν, να μη θωρή τα καράβια. Το αφρισμένον πέλαγος την εζάλιζε.

Εξάγει πορίσματα από τα παραμικρότερα πράγματα· από ένα φέσι το οποίον κάθηται ολίγον στραβά επί μιας κεφαλής, από μίαν χειρίδα πολύ ανασηκωμένην, από μίαν κάλτσα αμελώς φορεμένην, από μίαν πτυχήν εις γυναικείον φόρεμα, απ' ένα βεργολύγισμα εις ωρισμένον μέρος, από ένα ανασήκωμα του φουστανίου κατά την δίοδον αύλακος, από ένα ανακίνημα των ενωτίων.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν