Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Ημέραν τινά, ο καπετάν-Παρμάκης, πίνων το πρωινόν τσίπουρο — για της πρώτες χολές — λέγει κρυφά προς τον Γιωργή της Θασίτσας. — Ξέρεις τίποτα, μωρέ παιδί μου; Θα του τα πάρω τα δέκατα, μωρέ Γιωργή μου! — Του κυρ-Δημάκη; — Του κυρ-Δμάκη! Ο Γιωργής της Θασίτσας ήρχισε να γελά. — Γιατί, μωρέ παιδί μου, γελάς; Γιατί, μωρέ — Γιωργή μου; — Του κυρ-Δμάκη; Ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής της Θασίτσας, θαυμάζων.
— Χαρά και ευδαιμονία εις τον ευγενή χιλίαρχον και εις σε, δέσποτα, είπεν εισερχόμενος ο Χίλων. — Χαίρε, νομοθέτα της αρετής και της σοφίας, απήντησεν ο Πετρώνιος. Ο Βινίκιος ηρώτησε με προσποιητήν αταραξίαν: — Τι νέα φέρεις; — Την πρώτην φοράν, αυθέντα, σου έφερα την ελπίδα· τώρα κομίζω την βεβαιότητα, ότι η κόρη θα ανευρεθή. — Όπερ σημαίνει ότι δεν την ανεύρες μέχρι τούδε;
Και είτα έψαλε: — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...» Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε: — Τι ώρα είνε, πάτερ; — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια.... — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα;
Ηκούσθησαν εις τον διάδρομον τα βήματα του γέροντος Αούλου, του Βινικίου, της Λιγείας και του μικρού Αούλου· αλλά πριν φθάση εκεί η ομάς, ο Πετρώνιος ηρώτησε πάλιν: — Πιστεύεις λοιπόν εις τους θεούς, Πομπονία; — Πιστεύω εις τον Θεόν, όστις είναι είς, Δίκαιος και Παντοδύναμος! απήντησεν αύτη.
Αφαίρεσε αυτόν τον πέπλον, συ, η μόνη μου χαρά, διά να σε θαυμάσω ακόμη προ της αναχωρήσεώς μου. Διατί είσαι κατ' αυτόν τον τρόπον κρυμμένη; Εκείνη ανεσήκωσε τον πέπλον της, και' αφού έδειξε το ακτινοβολούν πρόσωπόν της και την λάμψιν των θαυμασίων οφθαλμών της, ηρώτησε: — Είναι άσχημον;
Τότε ο γέρων που είχε την έλαφον, τον επληροφόρησε δι' όσα συνέβησαν μεταξύ του Πραγματευτού και του Τελωνίου. Απεκρίθη εκείνος· είμαι περίεργος να προσμείνω διά να ιδώ το αποβησόμενον· και εκάθισε σιμά εις τους άλλους. Και εν τω αναμεταξύ που συνωμιλούσαν οι τρεις, ιδού φθάνει ένας τρίτος γέρων, και αυτός πλησιάζοντας τους ηρώτησε διατί ο πραγματευτής ήτο έτσι λυπημένος και αδημονών.
Εάν έμειναν την νύκτα εις το βουνόν, θα ευρίσκοντο εις έν από τα μανδριά των ποιμνίων. Η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, ήτις δεν είχεν ύπνον να κοιμηθή, όπως δεν εκοιμάτο και η Φραγκογιαννού προ ημερών, όταν εσυντρόφευε την λεχώ, την κόρην της, εσηκώθη και ηρώτησε : — Ποιος είνε;
Και ήρχισεν ο Κ. Πλατέας απαριθμών εις τα δάκτυλά του τους περιπατητικούς φιλοσόφους, ως τους απεκάλουν οι θαμώνες της πλατείας, όσους συνήντησε, γέροντας όλους ή μεσοκόπους, εκτός ενός νεανίου ρέποντος εις τον ρωμαντισμόν και έχοντος αξιώσεις ποιητού. — Κυρίας δε διόλου; ηρώτησε και πάλιν ο Λιάκος. — Και βέβαια!
— Ρε, πού βαδίζουν τα σκυλιά; ηρώτησε τις των βλάχων αορίστως. — 'σα κάτ' πλαϊνά· δεν αηκούς; — Ντε 'ς τον άνεμο τι χάλασαν τον κόσμο; ψιθύριζε νεαρός βλάχος θορυβηθείς. Και ανατείνας την κεφαλήν εφώναξε στεντορείως: — Ορέ του λόγου σου! ποιος είσαι συ, ρε!. . . Αλλά ουδείς απήντησεν.
Και επίτηδες επέστησε την προσοχήν των εις ότι έμελλε να είπη· «Πώς σας φαίνεται;» ηρώτησε, και τους διηγήθη περί δύο υιών εκ των οποίων ο πρώτος ρητώς ηρνήθη να κάμη του πατρός των το θέλημα, αλλ' ύστερον μετεμελήθη και το έπραξεν, ο δε άλλος προθύμως υπεσχέθη υπακοήν αλλά δεν το έπραξεν· τις εκ των δύο έπραξε το θέλημα του πατρός; δεν ηδύναντο ειμή ν' απαντήσωσιν ο πρώτος, και Αυτός τους υπέδειξε τότε την αληθή έννοιαν της απαντήσεώς των, ότι οι τελώναι και αι πόρναι με όλην την φαινομένην αισχύνην εις το θέλημα του Θεού, ουχ ήττον εδείκνυον εις αυτούς τους ευσυνειδήτους και λίαν ευυπολήπτους νομοδιδασκάλους του έθνους του αγίου την οδόν την άγουσαν εις την βασιλείαν του Θεού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν