Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Η αδιαφορία με την οποίαν ο γέρων ωμίλει περί της αγωνίας του θανάτου, η προθυμία του να επανέλθη προς τον ψυχορραγούντα λεπρόν, επηύξανον την ενδόμυχον του ιερέως εντροπήν διά την ατολμίαν του. — Διατί ήλθες μαζή μου, ηρώτησε μετά τινα σιωπήν. Διά να με συντροφεύσης; — Και διά τούτο. Αλλ' όχι τόσον διά τούτο, όσον διά να τον παρασταθώ εις τα τέλη του.

Όλος ο κόσμος εδώ μ' ερωτά· «Άνδρας σου είναι; Άνδρας σου είναιΈως και η υπηρέτρια κάτω, κοντά εις τάλλα, μου το ηρώτησε και τούτο· «Άνδρας σου είναιΕδώ, φαίνεται, άλλο παρά ανδρόγυνα δεν βλέπει κανείς μαζή. — Με συγχωρείς την αδιακρισίαν μου, κυρά μου. Δεν ήθελα να σε πειράξω με την ερώτησίν μου. — Δεν μ' επείραξες, κύριε, και δεν το έχω παράπονον ότι μου έκαμες την ερώτησιν.

Εκτός όλων αυτών τα οποία μ' εμάνθανεν η Διοτίμα, όταν η συνομιλία εστρέφετο περί τα ερωτικά, κάποτε με ηρώτησε: — Ποίον νομίζεις, ω Σώκρατες, ότι είνε το αίτιον του έρωτος τούτου και της επιθυμίας; Ή δεν έχεις παρατηρήσει πόσον αλλοκότως διατίθενται όλα τα ζώα, και τα χερσαία και τα πτηνά, όταν καταληφθούν υπό της επιθυμίας να γεννήσουν, νοσούντα πάντα και ερωτικώς διατιθέμενα, πρώτον μεν περί την προς άλληλα μίξιν, έπειτα δε περί την τροφήν του γεννηθέντος, και έτοιμα είνε υπέρ τούτων και να διαμάχωνται τα ασθενέστατα προς τα ισχυρότατα και ν' αποθνήσκουν υπερασπιζόμενα αυτά, και πείναν να υποφέρουν διά να τα θρέφουν, και κάθε άλλο να κάμουν.

Φθάσαν το πλήρωμα εις την Φώκαιαν, έπεμψεν εις τας Σάρδεις τον εγκριτώτερον άνδρα όστις εκαλείτο Λακρίνης διά να είπη εκ μέρους των Λακεδαιμονίων εις τον Κύρον να μη βλάψη καμμίαν Ελληνικήν πόλιν, διότι τότε αυτοί δεν θα αδιαφορήσωσιν. Αφού είπε ταύτα ο κήρυξ, λέγουσιν ότι ο Κύρος ηρώτησε τους περί αυτόν Έλληνας ποίοι ήσαν αυτοί οι Λακεδαιμόνιοι οίτινες ωμίλουν ούτω και πόσος ήτο ο αριθμός αυτών.

Η υπόνοια ην προ μικρού ως αστειότητα της έρριψαν, ανεστάτωσε την καρδίαν της. — Πού είν' ο καϊκάτζαους, μανού; ηρώτησε πάλιν ο έτερος των μικρών. — Του βάδ' ιγώ θα πω του ταγούδ', σα θη ου μπαμπάς Γιουγάκης, είπε και ο έτερος. Κ' εξηκολούθουν ούτως αι ερωτήσεις ατελείωτοι, εις τας οποίας η γραία ουδέν απήντα.

Ο δε Ανδρέας, όστις εφαίνετο πλέον παντός άλλου ενδιαφερόμενος εις το αντικείμενον τούτο, ηρώτησε τον ιερέα του χωρίου, μετά του οποίου είχομεν συνδειπνήσει, εάν ήτο συνήθης η λύσσα εις το χωρίον.

Να σου ειπώ· πίνεις; ηρώτησε μετ' ολίγον ο Μάρτης. Ο Φλεβάρης εξίστατο, τα έχανε. Τι αγαθή ψυχή; Τι καλή καρδιά!

Μόνον αυτό, είπεν η Αϊμά. — Και τούτο υπόσχομαι να σοι το είπω, ω κόρη. — Ειπέ μοι λοιπόν, είπεν υψώσασα το βλέμμα η Αϊμά. — Όχι τώρα, είπεν ο φιλόσοφος. — Διατί όχι τώρα; ηρώτησε μετά θάρρους η νέα. — Εν καιρώ θα μάθης τούτο. Η Αϊμά εφάνη λυπηθείσα. — Διατί ανυπομονείς; είπεν ο Πλήθων. Όταν σοι λέγω ότι είμαι φίλος, διστάζεις; — Φίλος; επανέλαβε μετά πικρίας η Αϊμά. Και με καταδιώκεις!...

Λοιπόν έφερες το κλειδί; τω είπε μυστηριωδώς. — Ποιο κλειδί; ηρώτησε μετ' άκρας φυσικότητος ο Σκούντας. — Το κλειδί που του παρήγγειλα να μου φτειάση, απήντησεν η Βεάτη. Ο Σκούντας εκαμώθη ότι ανακαλεί τας αναμνήσεις του, και είπεν· — Α! τώρα ενθυμούμαι. Μου είπεν ο Τρανταχτής για ένα κλειδί. — Και δεν σου τώδωσεν; ηρώτησεν αποθσρρυνθείσα η Βεάτη.

Βλέπων δε αυτήν κατά πρόσωπον ηρώτησε: — Με γνωρίζεις, γερόντισσα; — Πού να σε γνωρίσω, γυιε μ'; — Είμαι πατριώτης σου, και πάω για την πατρίδα. Μαζί θα πάμε. Η θεια-Αννούσα απόμεινε και τον εκύτταζεν ως αρνίον.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν