United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ξεύρεις λοιπόν, με ηρώτησε, τι επιβαρύνει έκαστον τεχνίτην να κάμη; εν πρώτοις ποίον επιβαρύνει να χαλκεύη; — Τον χαλκέα. — Ποίον να κεραμεύη; — Τον κεραμέα.

Ότε ο ήλιος ανέτειλεν, εφορτώθημεν τους κοφίνους εκ νέου και εξηκολουθήσαμεν τον δρόμον μας, εισήλθομεν δε άνευ δυσκολίας εις το χωρίον κατηυθύνθημεν προς την οικίαν του Ζενάκη. Δεν έκρυψεν ούτος την ευχαρίστησίν του ότε με είδεν εις την αυλήν του. ― Καλώς τον, ανέκραξε ! Τα εκαταφέραμεν λοιπόν χωρίς να σκαλώσωμεν ; Και ιδών όπισθεν μου τον Γιάννην με ηρώτησε τις είναι.

Ο Τζαφέρης, φανατικός τούρκος, διερχόμενος εκείθεν ηρώτησε μίαν ημέραν διά το εικονισμάτιον εκείνο και αφού έμαθε ποίον παρίστανεν ήρχισε να κάμνη διαφόρους εμπαικτικούς μορφασμούς μέχρις ου εξηρθρώθη η κάτω σιαγών του.

Ο Απόστολος απεμακρύνθη εκείθεν υπό του Νηρέως, δούλου του Πουδέντου, όστις τον ωδήγησε διά μέσου της αμπέλου, από μίαν μυστικήν ατραπόν, εις την κατοικίαν του. Εις την νυκτερινήν λάμψιν, ο Βινίκιος τους ηκολούθει, και, όταν έφθασαν εις την καλύβην του Νηρέως, προσέπεσεν εις τους πόδας του Αποστόλου. Αναγνωρίσας τον Βινίκιον ο Πέτρος τον ηρώτησε: — Τι ζητείς, υιέ μου;

Τι να σε κάμω, παιδί μου; Και διακόψας ηρώτησε χαριέντως: — Τώνομά σου, παιδί μου; — Θανάσης! — Να ζήσης, γυιε μ'! Λοιπόν, κυρ-Θανασάκη μου, να τα βάλω με τον Θεό; Εγώ θάβγαινα — — Λάδισυνεπλήρωσεν ο νεαρός δημογραμματεύς. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, χωρίς να προσέξη εις το πείραγμα, εξηκολούθησεν ατάραχος: — Εγώ θάβγαινα με τρεις χιλιάδας κέρδος, παιδί μ', Θανασάκη μου.

Μετ' ολίγον, επειδή η εκκλησία του αγίου Δημητρίου είχεν έλλειψιν ιερέως, ο παπά-Σταύρος κατώρθωσε δι ολίγων ζευγών καπονίων και χηνών να μετατεθή εις Λεχαινά, χωρίς βέβαια η νέα θέσις να ευρύνη το παραμικρόν τας θεολογικάς γνώσεις του. — Ε, και τι θες από 'μέ; ηρώτησε με την χονδρήν φωνήν του τον Δημήτρην, αφού ήκουσε τους λόγους του. — Ήρθα να μου 'πή η αγιοσύνη σου, τι να κάμω.

Δεν είνε εδώ; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Ο Τρανταχτής έχει λοιπόν συμφέρον διά την νέαν ταύτην; — Βέβαια, έχει συμφέρον. — Και ποίον συμφέρον έχει; επέμεινεν η Βεάτη. — Δεν είνε εδώ πρώτα; ηρώτησε κατ' επανάληψιν ο Σκούντας. — Ποίον συμφέρον έχει; είπεν αύθις η Βεάτη. — Συμφέρον... και πολύ μεγάλο συμφέρον. Αλλά δεν μ' είπατε αν είνε εδώ αυτή.

Εις την αυλήν δυνατόν να ελάμβανε χώραν συγκέντρωσις όλων των ενοίκων, αλλά εν τη παρούση περιστάσει, η απομόνωσις του οικίσκου διηυκόλυνε την επιχείρησιν. Ο Ούρσος επρόκειτο να επιστρέψη εις τον οικίσκον, οπότε ο κρότος των βημάτων επέσυρε την προσοχήν του· εστάθη και, μόλις είδε τους δύο άνδρας, απέθεσε τα στραγγιστήριόν του επί του κιγκλιδώματος και εστράφη προς αυτούς. — Τι ζητείτε; ηρώτησε.

Τοιαύτά τινα εβροντοφώνει ο Βεζούβιος προς την Νεάπολιν, ή — διά να είμεθα αληθέστεροιτοιαύτα τινα εψιθύριζον εγώ προς την παρ' εμοί καθημένην Μάσιγγαν, η οποία, τελειώσασα το έργον του οδηγού, με ηρώτησε, πως μοι φαίνεται η προ των οφθαλμών ημών θέα.

Ένας Οφφικιάλος βασιλικός βλέποντάς τον ότι ήτον ξένος, τον ηρώτησε, τι γυρεύει εις εκείνην την αυλήν. Εγώ είμαι ένα Βασιλόπουλον ξένον, του απεκρίθη ο Καλάφ, και έρχομαι να παρουσιασθώ εις τον Βασιλέα διά να αποκριθώ εις τα αινίγματα της βασιλοπούλας θυγατρός του.