United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διατί; ηρώτησε. — Αι, μα προς αύξησιν της οικογενείας, γιατί άλλο; — Πού ακόμα! . . . με λέγει. — Πώς πού; του είπα θυμωμένος. Είδες τη μαμμή; — Την είδα χθες, μου είπε δειλώς. Μα τι έχεις και μιλείς θυμωμένα; Κατηυνάσθην ευθύς. Του επήρα το χέρι και τον είδα περίλυπος. Εταράχθη. Δεν ήτο κουτός ο καϋμένος ο Π. αλλά πολύ αγαθός και αφελής. — Μα τι τρέχει; μου είπε χαμηλά.

Όταν δε κάποιος εκ των γνωστών του τον ηρώτησε, διατί το κάνεις αυτό, Διογένη; Κυλίω, είπε, και εγώ το πιθάρι, διά να μη φαίνωμαι ότι μόνος εγώ μένω αργός μεταξύ τόσων εργαζομένων.

Δεν είναι περίεργον το πράγμα; με ηρώτησε ταπεινή τη φωνή ο Νίκος. Εκίνησα σιωπηλώς την κεφαλήν. Κατά την ώραν εκείνην ο πλειότερον συγκεκινημένος εκ των δύο ημών δεν ήτο βεβαίως ο εξάδελφος μου. Ενώπιον του πρωτοτύπου της επί του τοίχου εικόνος, εφαίνοντο διαλυθέντες οι προληπτικοί φόβοι του και εξήφθη η περιέργεια του, ενώ άλλαι σκέψεις εδέσμευον την ιδικήν μου.

Έβλεπεν από τον λαιμόν και την οσφύν, όλον το λυγηρόν της ανάστημα, το οποίον έκυπτε και ανεγείρετο με τόσην ελαστικότητα. Παρεμόνευε τους ελιγμούς των κινήσεών της, και η αναπνοή του ολονέν εδυνάμωνεν. Οι οφθαλμοί του εξέπεμπον φλόγας. Η Ηρωδιάς τον παρετήρει. Ο Τετράρχης ηρώτησε. — Ποία είνε αυτή; Εκείνη απήντησεν ότι δεν την εγνώριζεν διόλου, και κατευνασθείσα αιφνιδίως έφυγεν.

Εις τη δεύτερη περιοδεία εχάλασεν ο καιρός και έμεινεν ο συνταγματάρχης να τον φιλοξενήσω. Αφού τον εκαλοτάγισα, με ηρώτησε διά τα ιδιαίτερά μου και... του είπα πως το περιβόλι δίδει μικρό εισόδημα και το κέρδος των ψαριών το τρώγει το διάφορο τον χρέους για τις δυο βάρκες.

Ο Ιησούς ευλογήσας αυτά είπεν «ότι των τοιούτων είναι η βασιλεία των ουρανώνδιότι αι καρδίαι των παιδίων είναι καθαραί και αμίαντοι από τας κακίας και τα πάθη, και επομένως άξιαι της θείας αγάπης. Κατά την αυτήν ημέραν παρουσιάσθη και νεανίσκος, όστις ηρώτησε τον ΙησούνΤι αγαθόν να πράξω διά να έχω ζωήν αιώνιον ;

Αλλά επαρουσιάσθη ο μυλωθρός έδωσε ένα γενναίο κλώτσο· ο άλλοςέξω απ' την πόρτα καιτο βουνό επάνω εις τας αιγάγρους, που αυτός ο Ρούντυ τώρα θα σημαδεύη και όχι την Μπαμπέττα μας!» — Αλλά τι ωμίλησαν, τι είπαν; ηρώτησε η γάτα της κουζίνας.

Μα γιατί δεν πας με τα γαλιά; ηρώτησε πάλιν, επανερχόμενος εις την προτέραν του ιδέαν ο χωρικός. — Φοβάμαι εψιθύρισεν η λυγερή μετά τινος στενοχωρίας. — Τι φοβάσαι; γιατί δεν εφοβόσουν τόσον καιρό; Η Σμάλτω έκυψε την κεφαλήν αμηχανούσα, διότι δεν είχε τι ν' απαντήση εις την δικαίαν ερώτησιν του ανδρός της.

Μικρόν προ του θανάτου του, κάποιος τον ηρώτησε• Περί ταφής τι παραγγέλλεις; Μη σκοτίζεσθε δι' αυτό, είπε, διότι η οσμή θα με θάψη. — Και δεν είνε εντροπή, είπεν ο άλλος να γίνη το σώμα ενός τοιούτου ανθρώπου τροφή των ορνέων και των σκύλων; — Τόσω το καλλίτερον, απήντησεν ο φιλόσοφος, αν γίνω και μετά θάνατον χρήσιμος εις μερικά ζώα.

Δεν είχεν ουδ' εκείνος ύφος ιατρού καθ' εαυτό, αλλ' όπως δήποτε έπρεπε να λυθή η απορία της. — Του λόγου σου είσαι ο ιατρός; ηρώτησε με την γλυκείαν φωνήν της. — Όχι, κυρά μου. Ο ιατρός είνε εις το δωμάτιόν του, εκεί μέσα. θα μας δεχθή κατά σειράν, πρώτον τον κύριον εδώ, έπειτα την κυρίαν με την μικράν της, κατόπιν εμέ, και έπειτα την ευγενείαν σου.