United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τράβα το ζω σου, κι ανεβαίνω κάτω κει στην πεζούλα. Κερ. Τρέχα, γουρσούζικο, τρέχα που μου λιμπίστηκες αγκάθια τέτοιες ώρες και συ. Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Αυγή. Περμ. Πού είσαι; Σε κουκούλωσε και πήγε το πάπλωμα σήμερα, που να σε κουκουλώση ο χάρος! Το χωριό άνω κάτω, και συ παράθυρο ακόμα δεν άνοιξες. Πιπ. Καλημέρα. Περμ. Να τα καλύψης.

Αόρατος κι' αγνώριστος εκεί εκεί απάνω με τα θηρία μου να ζω, μ' εκείνα ν' αποθάνω· και ύστερα ν' αναστηθώ μετά χιλίους χρόνους να 'δώ αν θάναι Βασιλείς και τότε εις τους θρόνους, αν 'στήν Ελλάδα θα πεινά πατριωτών πληθώρα, κι' αν γέρος θα μου φαίνεται ο κόσμος όπως τώρα.

Ισότης πλήρης και ως νεκρός προς τον νεκρόν ομοιάζει "ημέν κακός ηδέ και εσθλός». Αυτά με στενοχωρούν και λυπούμαι διότι δεν ζω έστω και ως δούλος. ΑΝΤ. Τι να γείνη όμως, Αχιλλεύ; Ούτω ηθέλησεν η Φύσις, ν' αποθνήσκωμεν, ώστε πρέπει να υποφέρωμεν τον νόμον της και να μη λυπούμεθα δια τα αναπόφευκτα.

Ένεκα του ονείρου τούτου έσπευσα τον γάμου σου και δεν σε πέμπω εις αυτό το κυνήγιον, προσέχων, όσον δύναμαι ενόσω ζω, να σε φυλάξω από τον θάνατον, διότι συ είσαι ο μόνος υιός μου· τον άλλον, όστις είναι βεβλαμμένος κατά την ακοήν, ούτε τον αναφέρω εάν υπάρχη

Πήγαινα στο κυνήγι, μόνο για να ζω στη μοναξιά και λησμονούσα το τουφέκι που κρατούσα. Στην πύλη είχα μάθει κάτι θλιβερά τραγούδια της εποχής και στις ερημιές πούτρεχα τα σιγοτραγουδούσα. Αλλ' απ' όλο ταίριαζε στη ψυχική μου διάθεση η «φαρμακωμένη» του Σολωμού. Κιόταν την τραγουδούσα, πάντοτε γέμιζαν δάκρυα τα μάτια μου. Το Βαγγελιό σαν τη φαρμακωμένη θα πήγαινε.

ΧΟΡΟΣ Άμποτε μη μ’ απαρατήση όσο ζω αυτή των θεών η σύναξι, μηδέ να ιδώ να διαγουμίζεται η πόλη ετούτη και μ’ εχθρική να καίγουνται φωτιά οι πύργοι ετούτοι. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Ενώ τους θεούς παρακαλείς κοίτα μην κάνης πράματ’ ανόητα· γιατί ’ναι η πειθαρχία μάννα της πετυχιάς, γυναίκα του σωτήρος.

Επήγα να παίξω με τον Μπραχάμη· αλλά κ εκείνος ετρύπωσεν ακόμη περισσότερο το μουσούδι στα πόδια του και βαριεστισμένος εγρίνιασε σαν να μου έλεγε: — Άφησέ με και δεν έχω την όρεξί σου! Τότε βαριεστισμένος κ' εγώ επήγα κ' εξαπλώθηκα προύμητα καταμεσίς κ' έκλεισα στη χούφτα τα μάτια μου, θέλοντας να μη βλέπω τίποτα περίγυρα, να μην αισθάνομαι πως ζω. Και λίγολίγο σχεδόν το εκατόρθωσα.

Κρατών λοιπόν αυτόν ήλθεν εις την θύραν του Πολυκράτους και εζήτει να εισαχθή εις την οικίαν· εισχωρήσας δε έδωκε τον ιχθύν εις τον Πολυκράτη και τω είπεν· «ω βασιλεύ, συλλαβών τοιούτον ιχθύν, δεν ενέκρινα να τον φέρω εις την αγοράν, μολονότι ζω εκ της εργασίας των χειρών μου, αλλά μοι εφάνη άξιος σου και του βαθμού σου· σοι τον έφερα λοιπόν και σε παρακαλώ να τον δεχθήςΕυχαριστηθείς ο Πολυκράτης απεκρίθη τα εξής· «Βεβαίως έπραξας καλώς, και διπλή σοι οφείλεται χάρις διά τους λόγους και συγχρόνως διά το δώρον· καλούμεν δε και σε εις το δείπνονΚαι ο μεν αλιεύς μέγα φρονών διά την τιμήν ταύτην εισήλθεν εις τα δωμάτια, οι δε θεράποντες ανοίξαντες τον ιχθύν εύρον εις την κοιλίαν αυτού το δακτυλίδιον του Πολυκράτους, και αναγνωρίσαντες αυτό, το έλαβον αμέσως και το έφερον χαίροντες εις τον Πολυκράτη.

Δεν είνε κανείς εδώ, που να μην έλαβεν ευεργεσία από εμένα, το σπήτι μου στέκει πάντα ανοικτόν διά κάθε έναν που να έχη χρείαν, και όλοι μισεύουν ευχαριστημένοι, και με τούτον τον τρόπον τον μεταχειρίζομαι εις ελάφρωσιν των δυστυχισμένων, εις το να φιλοξενώ τους ευγενείς ξένους, και εις το να ζω μίαν ζωήν ευφρόσυνον και τιμημένην.

Ενόσω ζω, εις δισταγμούς ο νους μου δεν θα πέση, ούτετο στήθος μου ποτέ ο φόβος θα χωρέση! Να σε μαυρίσ' η Κόλασις, κιτρινιασμένε δούλε! Αυτήν σου την κατάφοβην την όψιν πού την ηύρες; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Δέκα χιλιάδες έρχονται... ΜΑΚΒΕΘ Τι; Χήνες; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Στρατιώται. ΜΑΚΒΕΘ Φύγε απ' εδώ και πήγαινε τα μούτρα σου να τρίψης να κοκκινίσ' η όψις σου, χολοπερεχυμένε!