United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είνε τριακοντούτης μόλις, αλλά φαίνεται ότι πραγματικώς φοβάται και μόνον μετά νέας παρακινήσεις του φίλου του κατεβαίνει με πολλούς δισταγμούς και προφυλάξεις εις την θάλασσαν, όπου δέχεται την επαφήν του νερού με λαχτάραν σκύλου. — Αι! πώς είσαι; τον ερωτά ο άλλος, αφού εβούτηξε και επανήλθεν εις την επιφάνειαν. — Μου φαίνεται ότι... ζω ακόμη... Μα τι κρύο που είνε το νερό!

Δίχως τη γλώσσα δεν είστε τίποτα· είστε ένα άτομο όπως και κάθε άλλο. — Μα αφού έχω τ' όνομά τους! είπε ο Αριστόδημος με θλίψη. Αφού ζω στο χώμα τους! — Ζήτε στο χώμα τους; έχετε τ' όνομά τους; τον ρώτησε ο Περαχώρας με χαμόγελο. Και πόσοι δεν πέρασαν απ' αυτό το χώμα; Να ο Χαγάνος· ζη αιώνες εδώ πέρα· είνε λοιπόν κ' εκείνος Ευμορφόπουλος; Α, να ήμουν στη θέση σας! να ήμουν στη θέση σας!...

Ο αδελφός μου εις τον καιρόν που έλειψα εκυβέρνησε κακώς τα υπάρχοντά μου, και σχεδόν τα εκατάφθειρε· και εις τον ίδιον καιρόν έκαμε και την Γαντζάδα να στεφανωθή εκείνον τον νέον, όντας φίλος του· δεν εμεταχειρίσθηκα τον αδελφόν μου διαφορετικώς από την γυναίκα μου· και αλησμονώντας τα περασμένα, άρχισα να ζω καθώς και το πρώτον με μεγαλώτατα έξοδα· έξω από το δώρημα του Ομάρ, το οποίον ήτον αρκετόν διά να ζήσω καθώς ήθελα, έλαβα την καλήν τύχην διά να εύρω ένα θησαυρόν εις το σπήτι μου πολλά πλούσιον και ούτως έκαμα μεγάλα πλούτη, που δεν φθάνω να τα φθείρω με όλην ετούτην την πολυέξοδον ζωήν που κάνω.

Ξέρεις πως το Σμαρώ τ' αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά. — Κ' εγώ τ' αγαπούσα· είπεν εκείνος. Κ' εγώ από τότε τ' αγαπούσα και τόρα τ' αγαπώ και θαν τ' αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλόνω εκεί που δε φτάνω. Και γιατί δε φτάνω εγώ στο Σμαρώ! Πού είσαι συ καλήτερος από μένα; τ' έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ, καραβοκύρης κ' εγώ. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή.

Θέλω η ζωή της να μοιάζη με την ήσυχη την ακρογιαλιά που κοιμάται μέσα στα λιμάνια. Θα στρώσω γλυκά και τον άμμο· θα μαλακώσω και το χώμα. Αφού την αγαπώ, τι μας λείπει; Δεν μπορώ να ζω σε μια κόλαση τέτοια· είναι πίσσα και βράζει.

Κανείς την κατοικίαν μου ποτέ να μη γνωρίζη, μηδέ να μάθουν οι θνητοί πώς ζω μακράν των έτσι, κι' οπόταν πείνα κάποτε τα μέσα μου θερίζη με τάντερα της τίγρεως να κάνω κοκορέτσι

Ω! να! μια μυίγα κάθεται εις τη χυτή μου μύτη. . . σε τίνων μύτες αρά γε ως τώρα να επήγες; λοιπόν κι' η μυίγα του Θεού το πάνσοφον κηρύττει; δεν φθάνει όπου ζω εγώ, αλλά να ζουν κι' η μυίγες; Ποιος ξέρει τούτη τη στιγμή, που τόσας σκέψεις κάνω, αν και αυτή φιλοσοφή 'στη μύτη μου επάνω!