Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Σεπτεμβρίου 2025
Το μέγαρον τούτο ήτο έν από τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, επιβλητικού και φανταστικού συνάμα ρυθμού, τα οποία ορθούνται παρά τας όχθας της Μεγάλης Διώρυγος πλησίον του Ριάλτο. Εισήχθην διά μιας πλατείας και γυριστής κλίμακος με δάπεδον εκ μωσαϊκών εις διαμέρισμα, του οποίου ο απροσπέλαστος πλούτος με εθάμβωσε μόλις ευρέθην εν αυτώ.
Ενθυμούμαι ότι ευρέθην κείμενος επί του στρώματος, ύπτιος, ασθμαίνων• και, άνωθέν μου, κλίνων την κεφαλήν ο πατήρ μου μ' ερράντιζε με ύδωρ ψυχρόν. Ενθυμούμαι ότι ησθάνθην βάρος επί του στήθους πολύ, και τότε μόνον συλλογισθείς τον σάκκον έφερα την χείρα εις τον κόλπον μου και τον εσήκωσα από το στήθος. Ενθυμούμαι το μειδίαμα του πατρός μου, ότε τω παρέδωκα τον σάκκον.
Ήμην ήδη προητοιμασμένος εκ των λόγων των και εκ των πρώτων εις Πειραιά εντυπώσεων, αλλ' εκεί, εις Πειραιά, είδα εν μικρώ ό,τι ενταύθα ήδη έβλεπα. Ευρέθην εντός κόσμου όλως νέου δι' εμέ.
Και τώρα σας παρακαλώ να έλθετε εις την θέσιν μου, ω Δελφοί, να φαντασθήτε τον κίνδυνον εις τον οποίον ευρέθην και να μου είπετε τι έπρεπε να πράξω όταν ανύποπτος και απροφύλακτος παρ' ολίγον να συλληφθώ υπό των εχθρών μου και αν δεν είχα δίκαιον να ζητήσω τρόπον σωτηρίας.
Τότε ένας από τους κυνηγούς πλησιάζοντας εις εμέ και βλέποντάς με, πρώτον εφοβήθη και έμεινεν εκστατικός να ιδή τοιούτον άνθρωπον εις τοιαύτην κατάστασιν φορτωμένον δηλαδή με το κρέας εις την φωλεάν του αετού, και λαμβάνοντας ύστερα θάρρος, αντί να μ' ερωτήση τις ήμουν, ή πώς ευρέθην εκεί, άρχισε με φωνές υβριστικές και φοβερισμούς να μου λέγη, τι γυρεύεις εδώ; ήλθες να μου κλέψης το κυνήγι.
Με ώθησεν ο πατήρ μου, μ' έσυρεν ο ναύκληρος, και πριν προφθάσω να λαλήσω ή ν' αντισταθώ, ευρέθην εντός της λέμβου κ' εγώ. Αι κώπαι εκινήθησαν αμέσως. Εστράφην προς την ξηράν να ίδω την μητέρα μου, και ενώ εστρεφόμην είδα καπνόν επί του λόφου και νέος τουφεκισμός ηκούσθη. Επί των βράχων το πλήθος συνεσφίγγετο και οι όπισθεν ώθουν τους πρώτους, έπιπτον δέ τινες ήδη εις την θάλασσαν.
Εσκέφθην και απεφάσισα. Το σχέδιόν μου ήτο έτοιμον. Εβάδιζα προς εκτέλεσίν του και ο Θεός βοηθός ! Το σκότος ήτο βαθύ, αλλά τα πάντα μου ήσαν γνωστά εκεί, ώστε ηδυνάμην με κλειστούς τους οφθαλμούς να εύρω τον δρόμον. Ότε έφθασα εις την άκραν του περιβόλου επήδησα τον τοίχον, όστις ήτο εκεί χαμηλότερος, και ευρέθην εντός του κήπου.
Αλλ' άραγε δεν αξίζει τον κόπον να αρχίσωμεν πάλιν περί κρίσεως; Θεαίτητος. Τι πράγμα να αρχίσωμεν; Σωκράτης. Αυτό το πράγμα πολλές φορές έως τόρα με ετάραξε, ώστε ευρέθην εις δυσκολίαν και απέναντι του εαυτού μου και απέναντι του άλλου, διότι δεν γνωρίζω να ειπώ τι είναι αυτό το πάθημα, το οποίον μας συμβαίνει, και με ποίον τρόπον συμβαίνει. Θεαίτητος. Ποίον δηλαδή; Σωκράτης.
Αλλ' απεκόπη η κλωστή, και εκυλίσθην εις το χάος· αλλ απεκόπη η θριξ, και ευρέθην αιωρημένος, ως αντάρτης τιτάν, από του απείρου· και διά της πλάστιγγος την μωρίαν μου μόνον εμέτρησα, εν δε τω κατόπτρω εθεώρησα φρίττων την ιδίαν μόνον μορφήν μου! Ναυάγιον και άνω, και κάτω ναυάγιον. Επίστευσα, ότι εξηπάτησα τον άνεμον και την τρικυμίαν, αλλ' ετιμωρήθην διά την ιδέαν μου αυστηρώς.
Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο, την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις, απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν, και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95 εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε. και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη, και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος. ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης, κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100 και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι, ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης. η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105 έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία, απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον, που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν. κ' έφθασαν 'ς τον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110 «Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσης 'ς την πατρίδα. και απ' όσ' έχω 'ς το σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω• κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115 είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην διαβάτης 'ς την επιστροφή• και συ να το' χης θέλω».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν