Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Για κύττα το καλά· μην κάνης λάθος; — Τι λάθος, αδερφέ Κωσταντή; είνε στολίδι από Ρούσικο καράβι· βασιλικό καράβι! Να, δε διαβάζης τα γράμματα: Πέτρος ο Μέγας· έτσι γράφει απάνου... Ο Αρλετής εσταύρωσε τα χέρια, έγυρε το κεφάλι κ' έμειν' εκεί άφων- άλαλος για πολλή ώρα. Απελπισία κυρίεψε την ψυχή του σα νάβλεπε την εκκλησιά του γκρεμισμένη.
Εκάθησε κάτω περιμαζεύουσα τα κράσπεδα του φορέματός της, είτα εξηπλώθη, εσταύρωσε τα χεράκια της, έκλεισε τα ματάκια της, και εκαμάρωνεν ώμορφα-ώμορφα, καθώς έλεγεν η γραία θεία της. — Φτάνει τώρα, έκραξεν η χήρα του Επάρχου· σήκω απάνω μη μας ιδούν, και λένε, τι πάθανε αυταίς; . . . Τι ώμορφα που κάνεις την πεθαμμένη! . . . Ανέβα γλήγορα, και πάμε.
Τους δε θείους αυτούς λόγους επεσφράγισεν ο Ιησούς και δια του θείου αυτού παραδείγματος· διότι, ότε ο όχλος των Ιουδαίων εν τη μανιώδει παραφορά του κατεδίωξε τον Σωτήρα ημών, τον εσυκοφάντησε, τον ενέπαιξε, και επί του Γολγοθά τον εσταύρωσε, δεν ηγανάκτησεν ο θεάνθρωπος κατά των θανασίμων αυτών εχθρών του, δεν επεθύμησεν εκδίκησιν, δεν επεκαλέσθη την τιμωρίαν των φονέων του παρά του παντοδυνάμου Πατρός του· αλλ' εν τη θεία αυτού αγαθότητι παρεκάλεσε τον Ύψιστον να συγχωρήση τους φονείς του, διότι δεν εξεύρουν τι κάμνουν. « Πάτερ, είπεν, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν. »
Καλά!, είπα, όπου και να πας θα ξαναπεράσης! Α! αυτό λοιπόν ήτο το στοιχειωμένον αίμα, περί ου έλεγεν ο ατυχής αδελφός προς την μητέρα, ότι εσταύρωσε τον φονέα καθ' οδόν και τον έκαμε να επιστρέψη και να παραιτηθή της μετακομίσεως του ταχυδρομείου! Αι τρίχες μου ηνωρθώθησαν· τα μέλη μου έτρεμον, ως φύλλα φθινοπώρου· δεν ήμην σχεδόν κύριος των αισθήσεών μου.
Τα καρυοφύλλια δείχνουνε μες 'ς τα κλαριά το στόμα Σαν άγρυπναις δεντρογαλιαίς. Εδώθ' εκείθ' αστράφτουν Άγρια μάτια φλογερά, ανάμεσα 'ς τα φύλλα, Λες κ' ήταν θράκια σκεπαστά. Πρώτη πνοή θ' ανάψουν. Ένοιωθε κι' αναγάλλιαζε τη δύναμή του ο Διάκος. Μένει με μιας ακίνητος. Εσταύρωσε τα χέρια Και κατά την Αγάθωνα το πρόσωπό του στρέφει.
Κ' εκείνη ολομόναχη, αδυνατισμένη από τη γέννα και τις κακοπάθειες, ξεπαγιασμένη, με τη μητρική λαχτάρα στα στήθη, με τις ελπίδες και τους φόβους στο κεφάλι, εσταύρωσε τα χέρια σφιχτά, ορθό ακούμπησε το κορμί σ' ένα στύλο κ' έκλεισε τα ματόφυλλα στον ύπνο. Αλλ' αδύνατον εστάθηκε να κοιμηθή. Η τύχη του θεόσταλτου αβέβαιη επλάκωσε να της τυρανήση την ψυχή.
Ενώ ήμην εις τον βρασμόν της πωλήσεως, ήκουσα αίφνης κρότον αντικρύ μου και, υψώσας τους οφθαλμούς, είδα εις την απέναντι μου οικίαν νέαν ξανθήν ανοίγουσαν το παράθυρον και στηλόνουσαν τα φύλλα του, τα οποία ο άνεμος εκτύπα επί του τοίχου. Αφού τα εστήλωσεν, εσταύρωσε τους βραχίονας επί του παραθύρου και στηρίξασα επί των βραχιόνων το στήθος έστρεψε προς εμέ το πρόσωπον.
Ω! καλλίτερον να μη ζήση να ίδη και άλλην μίαν τοιαύτην ημέραν. Ευτυχώς η Σμαράγδω, η κουμπάρα της Γαλανής, ήξευρε το γίτιο. Έρριψε τρία ανημμένα κάρβουνα εις ένα ξυλοκάνατο, πλήρες πηγαίου και καθαρού νερού είπεν ολίγα λόγια, το εσταύρωσε τρις κ' επότισε μ' αυτό τας κατσίκας. Τόρα το γάλα των επέστρεψε· τα κατσικάκια έπιασαν πάλιν το μαστάρι κ' εσώθησαν. Η γρηά ήτο ήσυχος, ησυχωτάτη ήδη.
Και επειδή ήθελε και πάλιν να απευθύνη την προσευχήν του προς τον Λυτρωτήν, εγονυπέτησεν, εσταύρωσε τας χείρας και ύψωσε τους οφθαλμούς προς τους αστέρας, οίτινες επάλλοντο εκεί υψηλά, εις το άνοιγμα του καταπετάσματος. Η στάσις αύτη δεν ήρεσεν εις το πλήθος. Οι θεαταί είχον κουρασθή να βλέπουν εκπνέοντα πρόβατα. Εάν ο γίγας ηρνείτο να αμυνθή, το θέαμα θα απετύγχανεν.
Η μήτηρ του τον κατέκλινε δίπλα εις την παραστιάν, επί μαλλίνου κυλιμίου, τον εσκέπασε με μίαν άκραν της βελέντζας, εσταύρωσε τρις το προσκέφαλόν του και τον άφησε να κοιμηθή. Η Λενιώ δεν ηθέλησε να πλαγιάση, λέγουσα ότι ήθελε να περιμείνη τον πατέρα της, όστις είχε τάξει να της φέρη ένα ώμορφο στολίδι από το χωρίον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν