United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τούτο δεν μ' ενδιαφέρει διόλου, είπον εγώ, Πρόδικε· μ' ενδιαφέρει όμως, εάν είναι αληθινά όσα είπαμεν προηγουμένως, ποίος άρά γε άνθρωπος προηγουμένως θα επήγαινε εις εκείνα τα οποία φοβείται, εν ώ ημπορεί να υπάγη εις εκείνα τα οποία δεν φοβείται; Ή προκύπτει από όσα παρεδέχθημεν ότι τούτο είναι αδύνατον; Διότι έχομεν παραδεχθή ότι εκείνα τα οποία φοβείται, τα νομίζει ότι είναι κακά· κανείς δε ούτε πηγαίνει κατ' επάνω εις εκείνα τα οποία νομίζει κακά ούτε τα λαμβάνει θεληματικώς.

Ο Βέρθερος επήγαινε στο δωμάτιο δω κ' εκεί και, όταν έμεινε μόνος, πάλι επήγε στην πόρτα της κάμαρας και φώναξε με σιγανή φωνή: «Καρολίνα! Καρολίνα! μόνο μια λέξη ακόμη! ένα αποχαιρετισμόΑυτή σιωπούσε. Εκείνος περίμενε και παρεκάλει και ξαναπερίμενε· τέλος αποσπάσθηκε από τη θέση του και εφώναξε: «Χαίρε! Καρολίνα! χαίρε για πάντα! » Έφθασε στην πόλη της πόλεως.

Ακολούθως βλέπουσα ότι ο γαμβρός της, ο προκομμένος, δεν επήγαινε καλά εις τας υποθέσεις του, ότι είχεν αναγκασθή να πωλήση την πατρικήν οικίαν και να γείνη αγρομερινός, απεφάνθη·Δεν θα κάμης προκοπή, θυγατέρα. Επόμενον ήτο. Δεν είνε μικρόν πράγμα αυτό, να πάρης την τύχην της ορφανής, για να παντρευτής του λόγου σου. Αλλά πώς να κάμουμε πάλι; Πώς να ζήση κανείς; Ζωή είνε αυτό, πόλεμος είνε.

Μίαν φοράν λοιπόν είχε σταθή κάπου εκεί σύννους από το πρωί, προσηλωμένος εις κάτι, και επειδή το πράγμα δεν επήγαινε, φαίνεται, καλά, δεν παρητείτο, αλλ' εξηκολούθει να μένη εκεί ακίνητος ζητών να εύρη εκείνο που ήθελε. Είχεν έλθει ήδη μεσημβρία και πολλοί είχαν πλέον μυρισθή το πράγμα και εκοινολογείτο από τον ένα εις τον άλλον ότι ο Σωκράτης από την αυγήν εστέκετο εκεί κάτι συλλογιζόμενος.

Ναι, ο Φραγκούλας ήτο γέρος, και ημπορεί να ήτο σχεδόν ανίκανος, παράξενος, στραβός, μισοπάλαβος, αλλοίθωρος, αλλόκοτος και αλλόφρων. Τον είχε διώξει η γυναίκα του. Επί τινα χρόνον έμενεν εις ένα κατώγι, διά ψυχικόν. Επήγαινε με της βάρκες, εις ψάρευμα ή μικρούς ναύλους, αλλά συνήθως εξενυχτούσε στο κατώγι.

Και έτσι λέγοντας επήραν τον Δαλήκ και τον έφεραν διά να τον ρίξουν εις τον σκοτεινόν πύργον κατά το πρόσταγμά της. Ο Δαλήκ πλέον ευχαριστημένος εις αυτήν την απόφασιν, παρά εις τες ευεργεσίες της, επήγαινε χαρούμενος, στοχαζόμενος πως εις την φυλακήν του ήθελεν έχει συντροφιά εκείνον τον άλλον δυστυχή γέροντα διά να παρηγορούνται.

Τελειώνοντας που να ομιλή έτσι, εισήλθεν εις τον οντά, και επήγαινε προς την βασίλισσαν, και κατά το μέτρον που επλησίαζε προς αυτήν, ω θέαμα ανήκουστον, έτσι αυτή έχανε την όψιν της, τα μάγουλά της που ήταν κόκκινα ωσάν το τριαντάφυλλον, ευθύς εμεταβάλθηχαν εις αχνότητα πεθαμμένου· τα χείλη της έγιναν μελαψά· αφανίσθη το χαρούμενόν της πρόσωπον και τα εύμορφά της τα μάτια εκλείσθηκαν, ωσάν αποθαμμένης.

Αλλά παρ' ελπίδα, μετ' ολίγα λεπτά, ευρέθη αντιμέτωπος του Γιάννη του Λυρίγκου, βαδίζοντος προς την οικίαν του. Ούτος είχεν εξυπνήσει την συνήθη ώραν, κ' επήγαινε προς το καλύβι, ίσως διά να κράξη προς συνεργασίαν την πενθεράν του, όπως και την προλαβούσαν πρωίαν.

Ανέπνευσεν ευρυστέρνως. Εκινήθη ως να ήθελε να γυρίση οπίσω λησμονήσας πού επήγαινε. — Κάτι τι σαν σαγανάκι, έλεγε μόνος του έπειτα, μου παρουσιάσθη. Έτσι ενώ και η βάρκα πηγαίνει καλά και ελεύθερα, παρουσιάζεται έξαφνα τα σαγανάκι, ορμητικόν και άτακτον αέρος ρεύμα παροδικόν, και κλίνει η βάρκα αντιθέτως και σύρεται το ιστίον προς τα κάτω και κάμνει η βάρκα ως να θέλη να γυρίση πίσω.

Την φιλοσοφίαν, αυτοί, την είχον λάβει ως εκ κληρονομίας, χωρίς να σκοτίσουν τον νουν των εις την «ζήτησιν της αληθείας», όπου ποτέ δεν ευρίσκεται. Ανέβη υψηλότερα την ράχιν, χωρίς να έχη σκοπόν ή απόφασιν πού επήγαινε. Και έξω από τον δρόμον, ολίγα βήματα μακράν, είδε μίαν στάνην, την οποίαν ανεγνώρισεν ότι ήτον του Γιάννη του Λυρίγκου.