Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Και αυτός ποίος είνε; Ο Τετράρχης με έν νεύμα του έδωσε να εννοήση ότι ήτο ο δήμιος. Έπειτα παρουσίασε τους Σαδουχαίους. Ο Ιωνάθαν, μικρόσωμος, ευγενής τους τρόπους και ομιλών την Ελληνικήν ικέτευσε τον άρχοντα να τους τιμήση με μίαν επίσκεψίν του εις Ιερουσαλήμ, όπου πιθανόν να επήγαινε.

Εκ της εξηγήσεως ταύτης ενόησεν, ολίγον αργά, ο Γιάννης ο Κούτρης, ότι με όλα τα σχέδιά του και τας ενεργείας του, όσον μακρύτερα έφευγε τον Γιώργη τ' Παναγιώτ' και την προεστωσύνην του, τόσον σιμότερα επήγαινε και εις αυτόν και εις το κατάμερόν του. Διότι δεν αρκεί να φεύγη τις, πρέπει και να μη καταδιώκεται, ή τουλάχιστον να ηξεύρη προς ποίον μέρος να κατευθυνθή.

Και πριν καιρό μου αφίση, Για πιον να τον ρωτήσω, Το στόμα του σα βρύση Επήγαινε ξοπίσω Να λέη για κείνον τόσα, Που του αποσταίνει η γλώσσα, Και αφού αποξεθυμαίνει Να τον κατηγοράη, Ανήσυχος προσμένει· Στα μάτια με τηράει, Να ιδή τι γνώμην έχω, Κι' αν στα νερά του τρέχω. Κυρ Μώμε, το σκοπό σου, Του λέω, καλά απεικάζω. Μηδέ το φέρσιμό σου Εγώ καταδικάζω. Μον δεν μπρω ν' ακούσω Για να σε υπακούσω.

Διότι ο Ζάχος δεν επήγαινε μόνον να πολεμήση, αλλ' είχε να εκπληρώση συγχρόνως και άλλην ιεράν και απαραίτητον εντολήν. Ότε η Μαλάμω έλεγεν εις αυτόν να μη λησμονή τον Ταχίρ Γιάτση, δεν ωμίλει ως μήτηρ αλλ' ως γυναίκα του Σπαθόγιαννου.

Και φθάνοντας εκεί εσυναπάντησα τον βασιλέα με πολλήν παράταξιν, και με ανθρώπους ενδυμένους λαμπρά, που επήγαινε διά να εύρη την θυγατέρα του εις το παλάτι. Και αφού εγύρισα όλην την χώραν, και είδα τα πλέον περίεργα που εκεί ήτον, εγύρισα και επήγα εις την αγαπημένην μου κασσέλαν.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα εις την ενορίαν της.

Έτσ' είπε· και ο Πάτροκλοςτον φίλον τ' υποτάχθη· Και την ευμορφομάγουλην εβγάζοντας Βρισίδα Απ' την σκηνήν, την έδωκε, διά να την πηγαίνουν. Κι' αυτοί οπίσω κίνησαν 'ς τ' Αχαϊκά καράβια· Και η γυναίκ' αθέλητα επήγαινε μαζί τους.

Μα κάθε στιγμή στον νου μου ερχόταν λυχνοσβύστης ο ίδιος συλλογισμός: — Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς; Κ' έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο τον δρόμο που θα επήγαινε στο πηγάδι για νερό να της πάρω μια ματιά. Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ.

Εν τω μεταξύ η Φραγκογιννού, τρέχουσα, είχεν ανηφορίσει, και ανήρχετο υψηλότερα εις την ακτήν. Αποκαμωμένη, ήσθμαινεν, εφύσα. Επήγαινε, κ' εστέκετο επί μίαν ανεπαίσθητον στιγμήν, κ' έτεινε τα ώτα ακροωμένη. Ήθελε να βεβαιωθή αν θα διέβαινον το πέραμα οι δύο διώκται της. Αλλά δεν ήκουε τίποτε. Από την βραδύτητα αυτήν εσυμπέρανεν ότι οι δύο «νομάτοι» εδίσταζον πολύ να περάσουν το μονοπάτι.

Και μίαν ημέραν που εις αυτήν εσεργιάνιζα, ακούω αιφνιδίως ένα αλλαλαγμόν και μίαν σύγχισιν και θλίψιν εις τον λαόν, που όλοι έμειναν ευθύς συγχισμένοι. Και η αιτία τούτης της συγχίσεως επροέρχονταν από ένα κήρυκα, που επήγαινε τριγύρου την χώραν, και κάθε ολίγον εφώναζε και έλεγε με μεγάλην φωνήν.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν