Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Παρά τον μέγαν πύραυνον, εν τη ρυπαρά αυλή της κατοικίας των, παρά την Βλασταρούν, η γυναίκα του προσεπάθει να μπουγαδιάση, ρίπτουσα ολίγον κατ' ολίγον το βραστόν νερόν εις την βαθείαν της μπουγάδας κόφαν. Τα παιδία των ως γατάκια εκοιμώντο εις μίαν ψάθαν επάνω, όλα μαζί, μία τουφίτσα σαν ορφανά.
Οι Φιλέλληνες κ' οι γραμματισμένοι Ρωμιοί έπλασαν και την αντίληψη της μικρής Ελλάδας, εκείνην που έχουν οι Ελλαδικοί σήμερα, τοποθέτησαν την τωρινή Ελλάδα επάνω στην κλασική Ελλάδα, και είπαν: «Τα σύνορά της θα είναι και σύνορά σας, για να είναι η εικόνα σας πανομοιότυπη». Η βυζαντινή παράδοση πάλι, έφτειασε τη φαντασία μιας πολύ μεγάλης Ελλάδας, με κέντρο την Πόλη, ― ξαναδημιούργησε κι ανάστησε τη βυζαντινή αυτοκρατορία στα κεφάλια των Ελλήνων.
Οι δυο χαμένοι ταξιδιώτες ακούσανε κάποιες μικρές φωνές που μοιάζανε γυναικείες. Δεν ξέρανε, αν αυτές οι φωνές ήτανε χαράς ή πόνου· όμως πεταχτήκανε ορμητικά επάνω με την ανησυχία και τον τρόμο, που εμπνέουν όλα σ' έναν τόπο άγνωστο.
Ο γέρων μη διακρίνας τον σωρόν εκείνον της γραίας, έστρεψεν επάνω την κεφαλήν, προς τα έρημα και ανοικτά παράθυρα του πρώτου πατώματος, από του οποίου επίστευσεν ότι κατήλθεν η απειλή εκείνη η φοβερά, δαιμονίου απειλή, στοιχειωμένου εκεί από αιώνων. Συνεμάζευσε την κάπαν του, εκάλυψε την κεφαλήν του με την κουκούλαν και απεμακρύνθη, χωρίς ουδέ τον σταυρόν του να κάμη από τον φόβον του.
Αριστερά σε μακρινό διάστημα, επάνω από τους ζυγούς, εκεί που δεν έφτανε τα ανθρώπινο μάτι ήταν όμως ασήκωτος ο λογισμός του Θεού, στη χαρά και την ακολασία παραδομένα ούρλιαζαν τα Ιεροσόλυμα, τα άσμα των Προφητών και η λατρεία λαού μεγάλου. Απάνω εμοσχοβολούσεν ακόμη ο απέραντος αγρός από τους πόθους του Βοόζ και της Ρουθ την παρθενιά και κάτω έχασκεν η κοιλάδα στη χάρι τ' ουρανού αχόρταστη.
— Μπρε! είπεν άξαφνα χτυπώντας το μέτωπό του. Τόρα μόλις εφωτίσθηκε. Ναι τόρα εθυμήθηκε πως μια στιγμή, όταν η μπεοπούλα έμενεν ακίνητη εμπρός του, βλέποντας το χυτό κορμί έκραξεν αστόχαστα: — Μωρέ μήλο για δάγκωμα! Κ' έσυρε το τρεμάμενο χέρι γλυκά και ανάλαφρα επάνω της. Με τούτο όμως ο γέροντας εμολήνθηκε και μολυσμένου άνθρωπου δεν πιάνουν τα μάγια ποτέ!
Διέσχιζε πελάγη και βουνά και επτερύγιζεν επάνω μιας λευκής πόλεως, όλης μαρμαρίνης και πελεκητής, ως ήρχισε τελευταίον να βλέπη εις το όνειρόν της το κατάλευκον της Ελλάδος άστυ, το οποίον ουδέποτε είχεν ίδει, ούτε εικονισμένον.
Επάνω εις αυτήν την διήγησιν του γέρο ναύτη όλη η συντροφιά εσυγχίσθη μεγάλως, και αρχίσαμεν να οδυρώμεθα διά τον χαμόν μας, επειδή και εμείναμεν όλοι απηλπισμένοι μην έχοντες πλέον παραμικρήν ελπίδα ζωής.
Εχαμογέλασεν ο γέροντας, επάνω εις ότι του είπα· και μου απεκρίθη· Ω υιέ μου, αυτοί σου είπαν την αλήθειαν πως και οι δύο είνε μικρότεροι από εμένα, και διά να σε βεβαιώσω άκουσον το αίτιον.
Ο Βέρθερος ετέντωνε προς αυτήν τα χέρια, δεν τολμούσε να την εμποδίση. Ήταν ξαπλωμένος κατά γης με το κεφάλι επάνω στον καναπέ και έμεινε σ' αυτή τη θέση περισσότερο από μισή ώρα, έως ότου ένας θόρυβος τον έφερε στον εαυτό του. Ήταν η υπηρέτρια, που ήρθε να στρώση το τραπέζι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν