Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Τότε εσκέφθη να πάρη το καλάθι της και το ραβδί της, να εξέλθη από την μικράν κόγχην, ν' αναβή επάνω εις την λόχμην την σύδενδρον, και να πάρη σιγά το ρέμμα-ρέμμα, και ν' αρχίση πάλιν, την παλαιάν της τέχνην, να ψάχνη προς ανεύρεσιν βοτάνων — τα οποία δεν ήξευρε πλέον εις τι θα της εχρησίμευον, αφού δεν είχε πλέον εις τον κόσμον άλλο άσυλον, ειμή την ειρκτήν και μόνην.
Από τις τρύπες της ξύλινης οροφής έμπαιναν λοξά φωτεινές ακτίνες ασημί σκόνης που κατέληγαν επάνω στα κεφάλια των γονατισμένων καταγής γυναικών, και οι κιτρινισμένες φιγούρες που ξεπηδούσαν από το μαυρισμένο φόντο των ραγισμένων τοιχογραφιών, που ακόμη κοσμούσαν τους τοίχους, έμοιαζαν μ’ αυτές τις γυναίκες, ντυμένες στα μαύρα και τα βιολετιά, όλες χλωμές σαν το φίλντισι, ακόμη και οι πιο ωραίες, οι πιο λεπτές, με στήθος άσαρκο και την κοιλιά πρησμένη από της θέρμες της μαλάριας.
Επιστρέφοντας είδαν τον Έφις να σηκώνεται με κόπο ακουμπώντας το χέρι στο σκαλοπατάκι. Τότε η Νοέμι, κάτω από την επίδραση ακόμα του ελέους και της αγάπης του Θεού, πήρε είδηση για πρώτη φορά ότι ο υπηρέτης είχε το κακό του χάλι: γέρος, θλιβερός, με ρούχα που έπλεαν επάνω του, και άπλωσε το χέρι για να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
Έρριπτον το μικρόν αγκύριον, κατεβίβαζον οι ναύται τον ιστόν, διπλούντες αυτόν εν τω πανίω, και ησύχως μετά ταύτα εξεσφενδόνιζον επάνω εις τα υαλιστερά λαλαρίδια το φορτίον των, σάκκους τινάς πλήρεις, αλλά τοσούτον ελαφρούς ως να περιείχον άχυρον.
Καθώς λοιπόν των θεών αυτών είναι η φιλία έτσι κ’ οι δυό οι αντίπαλοι βέβαια θα πράξουν° κ’ είμαστε με των νικητών εμείς το μέρος, κείνοι των νικημένων° αφού βέβαια ο Δίας ανώτερος στον πόλεμο απ’ τον Τυφώνα είναι, τον Δία κανείς να νικηθή δεν είδε ως τώρα, και στον Υπέρβιο, σύμφωνα με το έμβλημά του, ας τον γλυτώνη, πότυχε στ’ όπλο του επάνω.
— Χίλων Χιλωνίδη, επανέλαβεν ο Ούρσος, ο αυθέντης σου Βινίκιος σε ζητεί, και θέλει να σε οδηγήσω πλησίον του. Ο Βινίκιος εξύπνησεν από πόνον δριμύτατον. Τρεις άνθρωποι έσκυπτον επάνω του. Ανεγνώρισε τους δύο εξ αυτών, τον Ούρσον και τον γέροντα, τον οποίον είχεν ανατρέψει, όταν μετέφερε την Λίγειαν. Ευρίσκετο εις τας χείρας τρίτου, όστις του έτριβε τον αριστερόν βραχίονα.
Ιδού ω βασιλέα μου διά να σε ευχαριστήσω, μου είπε, σου το δείχνω· φθάνει να είπης με τον νουν σου ετούτα τα δύο λόγια Χαλβιλαχά και Μαχούλ, και κάθε λογής νεκρόν σώμα το αναζής· Ευθύς που έμαθα αυτά τα δύο λόγια ηθέλησα διά να κάμω την ενέργειάν τους επάνω εις την ιδίαν έλαφον, τα οποία λέγοντάς τα ευθύς εμεταμορφώθηκα εις εκείνο το ζώον.
Και όταν εις τας στιγμάς εκείνας τας μεγαλοπρεπείς εσήμαινεν η καμπανίτσα του υπό του ανέμου κινουμένη, θαρρείς κ' εκρούετο ο κώδων μπάρκου κλυδωνιζομένου, αναγγέλλων τον κίνδυνον. Ήδη αληθινοί θρήνοι έφθανον εκ του λιμένος επάνω εις τον βράχον του ναΐσκου.
Και δεν τους μέλει αν ομιλούν πολλήν ώραν ή συντόμως, αρκεί να επιτύχουν την αλήθειαν, ενώ αυτοί οι άλλοι ομιλούν πάντοτε βιαστικά — διότι τους βιάζει το νερόν της κλεψύδρας που τρέχει — και δεν επιτρέπει να ομιλήσουν δι' έν ζήτημα το οποίον επιθυμούν, διότι ο αντίδικος στέκει επάνω από το κεφάλι των και τους πιέζει και αναγινώσκει σχέδιον, έξω από το οποίον δεν επιτρέπεται κατά τον νόμον να ομιλούν, και το οποίον ακριβώς λέγεται αντωμοσία.
Τον γάμον, την αγάπην του, τον θάνατον της γράφει, και λέγει πως ηγόρασε ‘ς την Μάντουαν φαρμάκι, και ήλθεν, εις τον τάφον της επάνω ν' αποθάνη, κ' εδώ κι' αυτός ν' αναπαυθή κοντά ‘ς την Ιουλιέταν. Αυτοί που είναι, οι εχθροί; — Μοντέκη, Καπουλέτε! Ιδέτε πώς την έχθραν σας ο Ουρανός παιδεύει· εξολοθρεύει ο Θεός μ' αγάπην την χαράν σας!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν