Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


'Σ' τ' άλλο δυο βράχ' υψόνονται• τον ουρανόν εγγίζει ο ένας μ' άκρη σουβλερή, και συννεφιά τον ζώνει μαύρη και μένει ατάραχη, και εις την κορφήν εκείνη, 75 καλόκαιρο ή φθινόπωρο, ποτέ δεν ξαστερόνει. κει δεν θα εμπόρει ν' αναιβή θνητός ή να πατήση ποτέ κανένας, κ' είκοσι χέρια και πόδια αν είχε• ότ' είναι η πέτρα γλυστερή, 'σαν σκαλισμένος λίθος. σκοτεινόν άντρο ανοίγεται του βράχου μες την ζώνη 80 προς δύσιν, εις το έρεβος γυρμέν', όπου το πλοίο και σεις, θαρρώ, θα στρέψετε, λαμπρότατε Οδυσσέα. ουδέ γενναίος τοξευτής θα εμπόρει απ' το καράβι να φθάση με το βέλος του του άντρου βαθυού το στόμα.

Ούτως αν υποθέσωμεν ποιητήν τινα προσπαθούντα, να κατασκευάση τον έκτον τόνον του πρώτου είδους, επειδή ο τόνος ούτος προηγείται μεν από δύο, ακολουθείται δε από τρεις συλλαβάς ανεμφάτους, εμπορεί ο στιχουργός εις αποτέλεσμα του σκοπού του να μεταχειρισθή διαφόρους λέξεις, των οποίων όμως εκάστη αλλάττει την αρμονίαν και του στίχου και της περιόδου. π. χ.

Ο νους νοεί τα εξωτερικά μόνον διά των εικόνων, ας η φαντασία σχηματίζει εκ της αισθήσεως. Οποίοι ήσαν οι ατομολόγοι Λεύκιππος και Δημόκριτος. Εάν σώματός τινος αφαιρεθή το δέκατον και του υπολοίπου πάλιν το δέκατον και ούτω καθεξής, ο αριθμός των μερών του εμπορεί να είναι άπειρος.

Αυτά 'πε, και ανεχώρησετα δώμα του Οδυσσέα. 715 και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει πλειά να καθίσητο θρονί,—κ' ήσαν πολλάτο σπίτιαλλάτου τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις, η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. 720 κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου, ακούτε• πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας, απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν• π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγανόλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 725 'πουτην Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε. σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία, ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, 730 την ώρα 'π' αυτός έμπαινετο βαθουλό καράβι• και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος, δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι, ή εμένα εδώ θε ν' άφινετο σπίτι απεθαμένη. αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, 735 τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας, και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη, για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη, 'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη, εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν 740 εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν».

Είπε, και αυτόν εβρόντησε ψηλάθε μέγα κύμα με ορμή φρικτή, κ' εγύρισε κλονώντας την πλωτή του. και απ' την πλωτήν έπεσε αυτός μακράν, και το πηδάλι 315 απέλυσε απ' τα χέρια του•την μέση το κατάρτι φρικτή του σύντριψε πολλών σμιχτών ανέμων ζάλη, κ' η αντένα ομού και το πανίτο πέλαο πέσαν πέρα. πολληώρα τον εσκέπασεν η θάλασα, ουδ' εμπόρει να έβγη ευθύς, απ' την ορμή, 'που 'χε το μέγα κύμα, 320 βαρύς από τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη. αργά εσηκώθη, κ' έφτυσε πικρήν από το στόμα την άρμη, 'πώρρεε ρονιαίς από την κεφαλή του. και την πλωτή δεν ξέχασε, μ' όλα τα πάθη οπού 'χε, αλλ' ώρμησε εις τα κύματα κ' επιάσθηκε απ' εκείνη, 325 κ' εκάθισε εις την μέση της, τον θάνατον να φύγη• κ' εδώ την έφερνε κ' εκεί το ρεύμα των κυμάτων• και ως το φθινόπωρ' ο Βορηάς τ' αγκάθιατην πεδιάδα σέρνει, και αυτ' όλα δένονται πυκνά, και αυτήν ομοίως κείθε κ' εδώθ' οι άνεμοιτα πέλαγος εφέρναν. 330 και πότε ο Νότος του Βορηά την ρίχνει να την πάρη, και πότε ο Εύρος δίδει την κυνήγι του Ζεφύρου.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν