Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Η Ανθούλα ήτο άφοβο κορίτσι, δεν εφοβείτο να την κεντρίση, αλλ' επί τέλους την ενοχλούσε. — Τι θέλει αυτή η μέλισσα; ερωτά την Νεράιδα. — Δεν εννοείς την γλώσσαν της, της απαντά εκείνη· σου λέγει ότι η διδασκάλισσά σου σε προσμένει και εξεκρέμασε την καινούργια σάκκα της Ανθούλας από την φουντωτήν κερασιά, όπου την είχε κρύψει.
Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; 65 Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα, σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη. 70 Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω.
Δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τις τον ζωντανόν πόνον που έλαβεν ο βασιλεύς της Κίνας, διά την υστέρησιν της γυναικός του και των παιδιών του, που τόσον αγαπούσεν· αν αυτός έχανε τον πόλεμον, και αν ήθελε πέση εις τα χέρια των εχθρών, δεν του ήθελε είνε τόσον μεγάλη η θλίψις ωσάν εκείνη· μάλιστα από την υπερβολικήν του θλίψιν εκατάκοψε το πρόσωπόν του, και έβαλε χώμα εις το κεφάλι του, και έκαμε τόσα καμώματα παράξενα από την θλίψιν του, που εφαίνονταν ωσάν ένας ξεμυαλισμένος, και όλος περίλυπος εγύρισεν εις την καθέδραν του, και εκεί λέγει του βεζύρη του.
Ο Ποσειδώνας βέβαια έλειπε κάπου και τα στοιχειά ελεύθερα εβγήκαν εμπρός μου πίσω να πάρουν το λατρευτό δεντρί τους, ίσως στολίδι κ' ίσως αβρός σύντροφος στα παιγνίδια τους. Δεν ήταν θάλασσα εκείνη· ήταν θυμός και σείσμα, κατάρα και χολή, φαρμάκι της άβυσσος. Τη δόξα του θνητού επρόβαινε ζηλότυπο να την φιλονεικήση το αθάνατο.
Σε καταλαμβάνω αρκετά, της είπα· μοναχά ότι εγώ θα σε στεφανωθώ, διά να σε δώσω εις τον αγαπητικόν σου· ας είνε το λοιπόν ω κυρά μου, θα γίνη καθώς επιθυμάς μα τι θέλει μου ειπεί ο πατέρας σου, διά το χώρισμα που θέλω σου κάμει; Εις αυτό μη σε μέλη τίποτε, απεκρίθη εκείνη· άφησε να κάμω εγώ, και θέλεις μένει αναπαυμένος.
Και καλά λέει. Πώς θα ζήσης χωρίς γράμματα; — Θα ζήσω με τη ζωή που μου χάρισ' ο Θεός, μάννα. Άκου που στο λέω! Όχι ο αδερφός μου με τις μελέτες του. Εγώ, να, εγώ με τα μπράτσα μου θα διώξω από τον τόπο μας το Χαγάνο. Εγώ, να το ξέρης. Η κυρά Πανώρια τον άρπαζε στην αγκαλιά της και τον καταφιλούσε. Αυτό ήθελε κ' εκείνη· Δεν την έμελλε για τα μέσα.
Τότε μου λέγει εκείνη· αναμεταξύ μας δεν υπάρχει ζυλοτυπία ούτε φθόνος· τοιαύτην συμφωνίαν έχομεν, ότι κάθε μία έχει να λάβη την αυτήν τιμήν μίαν βραδυάν θα κοιμηθή μαζί σου, έως να περάσουν και αι σαράντα και ύστερα πάλιν αρχίζεις από την πρώτην, και ούτω καθεξής. Εγώ τότε διά να μη φανώ αχάριστος και αδιάκριτος, έδωσα το χέρι μου εκείνης που μου ωμιλούσε και επήγαμε εις το κρεββάτι.
Το γέλοιο που φορτώνει μολίβι την καρδιά, σφίγγει μάγγανο τη συνείδησι, το αίμα φέρνει πλημμύρα στο κεφάλι μας. Έτσι την εσυνειθίσαμε πάντα μαζί, που επίστεψε καθένας πως η γυναίκα εκείνη ήρθε να σκορπίση σε όλους την άμετρη χάρι της και ποτέ σ' ένα μοναχά· ποτέ! Έτσι φαίνεται το εσυνήθισε κ' εκείνη· έτσι το επίστεψε και το ήθελε.
Όμως αυτή ενόμιζε πως της παραλαλώ, κι' ένα ποτήρι μ' έχυνε νερό εις το κεφάλι, και φαίνεται το βρέξιμο πως μ' έκανε καλό, γιατί ευθύς με έπαυε η θέρμη και η ζάλη. Έστεκε κρύον άγαλμα 'στο πάθος μου εκείνη· εγώ επύρασσα κι' αυτή εκύτταζε τους τοίχους, και μάλιστα ετόλμησε και μια φορά η Φρύνη να μου ειπή του φίλου της να γράψω 'λίγους στίχους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν