Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Σεπτεμβρίου 2025


Εκείνος μου παρήγγειλε να τον σκεπάσω διά να μη τον ιδής. — Καλά, είπεν ο ιερεύς σοβαρώς. Μη έλθης μέσα, εάν δεν σε κράξω. Και εισήλθεν εντός της καλύβης. Ο Γεροθανάσης εκάθισεν επί της πέτρας παρά την είσοδον και επερίμενεν. Έμεινεν επί ώραν πολλήν καθήμενος εκεί. Ηπόρει πώς ο ιερεύς ούτε φαίνεται ούτε ακούεται.

Μόνον το εσπέρας εξήλθε μετά κόπου κ' εκάθισεν έξω παρά την θύραν της καλύβας. Οι αμνοί της Λαμπρής, κάτασπροι ωσάν τα χιόνια εκ του πάχους, εκρέμαντο προ της θύρας των καλυβών καθ' όλα έτοιμοι διά το σουβλί.

Τι κάνεις; θα σπάσουμε την ξένη βάρκα. Τούτο την έκαμε ν' αναλογισθή νηφαλιώτερον το πράγμα, και προσέθηκε·Και τάχας δεν θα γυρέψουν τη βάρκα; δεν θα τους χρειαστή; Τίνος να είνε; Ο νέος εν αμηχανία απήντησεν·Αφού θα κάμουμε μια γύρα στο λιμάνι και θα γυρίσουμε... δεν πιστεύω να την γυρέψουν πρωτήτερα, ότινος να είνε. Εκάθισεν εις τας κώπας και ήρχισε να ελαύνη.

Τότε εσηκώθη μία εκ μέρους όλων και με χαροποιόν πρόσωπον με εχαιρέτησε και πιάνοντάς με από το χέρι με εκάθισεν εις την μέσην αυτών· έπειτα από μία μία ήλθαν όλες και με εχαιρέτησαν και με συνεχάρησαν διά το κατευόδιόν μου εκεί· τότε μου λέγουν· από τώρα και εις το εξής εσύ είσαι ο αυθέντης μας και κριτής μας και ημείς η σκλάβες σου· και εν τω άμα έφεραν νερό ζεστό και μου έπλυναν χείρας και πόδας, με άλλαξαν με λευκά λαμπρά φορέματα, ετοίμασαν ευθύς την τράπεζαν με πολυποίκιλα φαγητά, ποτά εξαίρετα και διάφορα και πλέον εκλεκτά οπωρικά και εκάθισαν όλες εις την τράπεζαν και αφού εφάγαμε και ήπιαμε αρκετά, άρχισαν άλλες να λαλούν διάφορα μουσικά όργανα, άλλες να τραγουδούν συντροφεύοντας τα όργανα, ώστε εσχηματίζετο μία εναρμόνιος συμφωνία και μελωδία και άλλες πάλιν να χορεύουν διαφόρους χορούς· και εν κοντολογία ο σκοπός αυτών όλος ήτον για να μου δώσουν την πλέον εξαίρετον ξεφάντωσιν, που ανθρώπινος νους δεν δύναται να καταλάβη· έπειτα μου εζήτησαν να τους διηγηθώ την ιστορίαν μου, τις ήμουν και πώς κατήντησα εκεί· και εγώ τους διηγήθην όλα μου τα συμβάντα καταλεπτώς· ως τόσον επέρασεν αρκετή ώρα της νυκτός.

Ιδού λοιπόν η ιστορία μου, κατά την προσταγήν σου, κυρία μου. Η Ζωειδία του απεκρίθη· αρκεί τόσον, είμεθα ευχαριστημένες, έχε την ελευθερίαν σου και ύπαγε απ' εδώ. Αυτός την παρεκάλεσε να του δώση άδειαν να μείνη, διά να ακούση την ιστορίαν των άλλων και αυτός· και λαμβάνοντας την άδειαν εκάθισεν εις ένα μέρος χωριστά. Και άρχισεν ο δεύτερος κατά τον ακόλουθον τρόπον.

Ενώ έλεγεν αυτά το χαμόμηλον, ιδού διά μιας η κίχλα εκατέβη και εκάθισεν, όχι εις τας δενδρομολόχας και τα άλλα άνθη, αλλ' εις το χόρτον κοντά εις το χαμόμηλον, το οποίον τα έχασεν από την χαράν του και δεν ήξευρε πως να εξηγήση αυτήν την επίσκεψιν.

Ο άγνωστος δεν επλησίασεν εις την πηγήν του ρύακος, δεν εκάθισεν υπό τα δένδρα, τεκμήριον ότι δεν ήτο οδοιπόρος κεκμηκώς. Ανέβη εις τον μέγιστον βράχον, αντικρύ της κοιτίδος, εν ή εκοιμάτο ο Βράγγης, και δεν εκάθισεν επ' αυτού, έμεινεν όρθιος. Ύψωσε το βλέμμα προς τον ουρανόν, είτα περιέφερεν αυτό γύρω. Τι διενοείτο; Είτα ήρχισε να μονολογή.

Ελθούσα λοιπόν η Φερετίμη εις την Αίγυπτον, εκάθισεν ικέτις εις την οικίαν του Αρυάδνου, παρακαλούσα αυτόν να την βοηθήση και προφασιζομένη ότι ο υιός της εφονεύθη διά την προς τους Μήδους αφοσίωσίν του. Ο δε Αρυάνδης ούτος ήτο διοικητής της Αιγύπτου, διορισθείς υπό του Καμβύσου· μετά ταύτα όμως ο Δαρείος τον εθανάτωσε διότι ηθέλησε να εξισωθή με αυτόν.

Η νέα ησθάνθη σκοτοδίνην, εκάθισεν εις το μέσον της οδού, κατεβίβασε τρέμουσα το κάνεον από της κεφαλής της, και προσεπάθει να επίσχη το ρέον αίμα. Ιδόντες το πάθημα οι παίδες ετράπησαν εις φυγήν και ήρχισαν να επιρρίπτωσιν εις αλλήλους την μομφήν του αδικήματος. Εν τούτοις παροδίτης τις εσπλαγχνίσθη την κόρην κλαίουσαν, και ήλθε πλησίον αυτής. — Τι έχεις μικρά; τη είπε.

Εάν μεταβληθή εις τρικυμίαν την νύκτα, ίσως οι πάσσαλοι επί τέλους συντριβώσιν. Ίσως! Χθες προς το λυκαυγές μία λευκή περιστερά ήλθε κ' εκάθισεν επί των κιγκλίδων του εξώστου άνωθεν της κεφαλής μου, πάλλουσα τας πτέρυγάς της. Εντός του διαλυομένου σκότους, προτού ανατείλη ο ήλιος, την είδα προσηλούσαν εις τους οφθαλμούς μου τους λάμποντας οφθαλμούς της. Το βλέμμα της εξέφραζε θλίψιν άφατον.

Λέξη Της Ημέρας

ορέων·

Άλλοι Ψάχνουν