Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Ευθύς άφησα εκεί το άλογόν μου, και εκίνησα με προθυμίαν να υπάγω προς αυτήν με όλον που οι ελαφίνες μου εφαίνονταν πως με εμποδούσαν, τραβώντας με με τα δόντια τους από τα φορέματα, και εμποδίζοντάς μου την στράταν.
Τι απόδειξιν θέλεις; — Γνωρίζεις εσύ πόσα δόντια έχει ο Ευθύδημος, και ο Ευθύδημος πόσα έχεις εσύ; — Δεν σου αρκεί που ήκουσες ότι τα γνωρίζομεν όλα; του απεκρίθη.
Σήμερις που η γλωσσολογία, σπουδάζοντας από πιο κοντά τα καθέκαστα, κατάλαβε πως υπάρχουνε αθρώπινες λαλιές, όσες υπάρχουνε κι αθρώποι, πως με το κάθε άτομο κ' η λαλιά θαλλάξη, αφού δεν έχουμε ο καθένας μας μήτε το ίδιο στόμα, μήτε τα ίδια δόντια, μήτε την ίδια γλώσσα κτλ., κι ωςτόσο με τη γλώσσα, με τα δόντια, με το στόμα κτλ., μορφώνουμε τους ήχους, δηλαδή τη λαλιά μας, σήμερις λοιπόν μπορεί να πούμε πως κάθε συλαλιά είναι πράμα τεχνητό, πως άρα μιλούνε μαζί ας είναι και δυο νομάτοι, πάντα ο ένας θα πάρη κάτι από τον άλλονε, πάντα θα πασκίση στην κουβέντα κάπως ναπομιμηθή και ξένη λαλιά.
Άνοιξε τα χείλια της τα παννιασμένα να του χαμογελάση κ’ είδε ο Νίκος τα γουλιά σαν από ξέθωρο, σβησμένο κοράλλι, πούκαναν τα δόντια της να φαίνονται κατακίτρινα.
Γιατί κτυπούν έτσι τα δόντια σου; Προχώρησε να φύγουμε. Έλα κοντά μου. — Έρχομαι. Τα πόδια μου είναι μολύβι. Προχωρήσαμε μες στο σκοτάδι. — Σφίξε μου το χέρι. Έλα κοντά μου. Κρατούσαμε σφικτά ο ένας το χέρι του άλλου, τα νύχια μου είχαν μπη βαθιά στα κρέατα του κ' ένοιωθα τα νύχια του να σχίζουν τη σάρκα μου. Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. — Σφίξε μου το χέρι, σου λέω. Τρέμω...
Ξύπνα μονάχα απ το αποκοίμισμά σου, μη σκύβης, λεημοσύνες μη ζητάς, τρίζε τα δόντια, αγρίεψε, ανταριάσου, σπάσε όποιο εμπρός σου εμπόδιο απαντάς. Ρίχνε ό τι κόβει την ορμή σου, χίμα σαν ακράτητη θάλασσα πλατειά· κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου τρίμμα ας πέση απ τη γερή σου τη γροθιά.
Όσοι δεν είχαν αλυσίδες, πέτρες εζερρίζωναν· και όσοι δεν είχαν πέτρες είχαν τα δόντια και τα νύχια τους, που εκατέβαζαν λουρίδες το κρέας. Το αίμα έλαμπε, ρουμπίνι ανεχτίμητο στις άσπρες πλάκες περίγυρα. Οι σάρκες εσπαρτάριζαν, θλιβερά κοψίδια στα μαύρα χώματα. Οι σκοτωμένοι, κρύος σωρός έφραζαν την είσοδο της σπηλιάς και οι λαβωμένοι εβαρυβογκούσαν πονετικά στον κούφιον αέρα.
Και την σκληρήν σου αδελφήν δεν ήθελα ν' αφήσω εις την χρισμένην σάρκα του να χώνη λύκου 'δόντια! Την νύκτα την ολόμαυρην, οπού η τρικυμία 'κτυπούσε το ασκέπαστο κεφάλι του, θαρρούσες πως θα φουσκώση η θάλασσα ως τ' ουρανού τα ύψη, να σβήση με τα κύματα τα πυρωμέν' αστέρια! Αλλά επλήθαιν' η βροχή από τα δάκρυά του!
Αν πάθουμε αυτό το κακό που λέω — και σας βεβαιώνω πως θα προσπαθήσουμε να μην το πάθουμε — τι θα κάμετε, παρακαλώ ; Θα ραντίσετε με λίγα δάκρυα τους τάφους των Ευμορφόπουλων και θα γυρίσετε στο άλλο πλευρό. — Αχάριστε! του φώναξε με αγανάχτηση ο Αριστόδημος σφίγγοντας τα δόντια του. Σ' αυτούς τα λες που μας αγαπούνε τόσο; — Κακομοίρη! τι αγαθός που είσαι! είπε ο Δημητράκης με λύπη.
Και στο στήθος αυτών των γλυκών λόφων ένας μεγάλος μαύρος λεκές: τα κυπαρίσσια του νεκροταφείου που από μακριά φαίνονται σα να κοιμούνται ορθά, τόνα κοντά στάλλο. . . . . Μα δεν κοιμούνται, παρά βουίζουν όλα μαζί σιγαλά και γλυκά σαν άρπες αλαργινές κι ονειρεμένες• και πίσω από το πιο μελανό και πιο βουερό κυπαρίσσι κουρνιάζει κρυμμένος ο Χάρος και βγαίνει κάθε νύχτα με τασημένιο δρεπάνι, πούχει το κρεμασμένο απάνω στον ουρανό, κουκουλωμένος σε μαύρο ράσο ή με λουλούδια στο κεφάλι, και σιγοπατάει στους δρόμους και καβαλλάει μάντρες κι ανοίγει τα κλειστά παράθυρα και τις αμπαρωμένες πόρτες και πέρνει εκείνους που κρύβουν το πρόσωπο μέσα στα προσκέφαλα για να μην τον ιδούν κι αφήνει, γελώντας με τα δόντια δίχως χείλια, όσους του φωνάζουνε να τους λυτρώση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν