Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Αναγέλες τα ψάρια χρυσόφτερα, ασημωμένα, εδιάβαιναν ολόγυρά του με φουσκωμένα τα λαιμά, τα σπάραχνα κατακόκκινα, ψιλό μαργαριτάρι τα δόντια στις δυνατές σαγωνίτσες τους, αεικίνητο τιμόνι την ψαλιδωτή ουρά τους. Πολλά έπεφταν απάνω του τυφλά, επροσόχθιζαν σαν ακυβέρνητα ξύλα στην περικεφαλαία του· άλλα εδιάβαιναν σαγίτες αργυρές από τα σκέλια του.
Δεν ελπίζω μόλα ταύτα να τύχωσι προσοχής αι θεωρίαι μου, ως συμβαίνει εις αυτόν τον κόσμον δι' όλους τους ορθούς και λογικούς νεωτερισμούς. Και η ταλαίπωρος ανθρωπότης θα εξακολουθή να βασανίζεται, κατά την ωραιοτέραν της ηλικίαν, διά να διασκεδάση και ν' απολαύση όταν δεν θα έχη πλέον δόντια.
Της Τήνου το βουνό έβαλε τη σκούφια του και ο Τσικνιάς εσκοτείνιασε. Ασυνείθιστη κίνησις άρχισε στις Δήλες σαν σε μερμηγκοφωλιά κατά τα πρωτοβρόχια. Στο πόδι θαλασσινοί! Άλλοι στα σχοινιά, άλλοι στις άγκυρες, άλλοι στις βάρκες, άλλοι στα κατάρτια! Χέρια, πόδια, νύχια, δόντια σε κίνησι!
— Ούτε θα επιθυμούσα να είμαι στην θέσιν σου. — Αυτά; — Ούτε θα σου το έλεγα. — Αλλά τι θάκαμνες; — Θα εκύτταζα την δουλειά μου. — Μήπως τώρα; — Και δεν θα έβγαζα λόγον. — Αλλά; — Θα εσιωπούσα. — Ναι; — Και θα δάγκανα την γλώσσαν μου. — Υπομονή. — Και θα έσφιγγα τα δόντια μου. — Ε, δα... — Τι; — Και θα το έκαμνες αυτό; — Βέβαια. — Στο Θεό σου; — Αλήθεια. — Αλλά... ξέχασα... — Τι; — Με συγχωρείς.
Εγώ να σου το κατεβάσω το σταφύλι. Αποθέτει χάμω το τουφέκι, κι ώσπου να γυρίσης να 'δης, βρέθηκε στο δέντρο απάνω. Κόβει το σταφύλι, και το πετάει στην ανοιγμένη ποδιά της. — Δε σκορπίστηκαν οι ρώγες, φωνάζει η μαζώχτρα αποκάτω, κρατώντας στο χέρι το κεχλιμπαρένιο τσαμπί αψηλά, αψηλά, και με ξέθαρρο γέλοιο δείχνοντας ταψεγάδιαστα δόντια της.
Αμφότερα ταύτα τόσον πολύ εφοβούμην, ώστε αν συνέβαινέ ποτε να μ' ερωτήση η Χριστίνα διατί δεν τρώγω ή διατί δεν έχω διάθεσιν, απεκρινόμην συκοφαντών πότε το στομάχι, πότε το κεφάλι μου, πότε τα δόντια και άλλοτε τα νεύρα, τον δε πραγματικόν μου πόνον επροσπάθουν ως έγκλημα να κρύψω.
Παντρεύθη ένα ραβδί η καπετάνισσα και τριγυρνά τις ρούγες. Και το ραβδί σκέβρωσε μαζή της. Φαγώθηκε πάνω στα καλδερίμια του νησιού. Ξεσχίσθηκε από τα δόντια των σκυλιών. Λύγισε από το βάρος του κορμιού. Παραπατούσε η γρηά — Στάθαινα, έτριζε το ραβδί σιμά της. Έπεφτε η γρηά — Στάθαινα να κοιμηθή, έγερνε και το ραβδί στην αγκαλιά της.
Εκείνο βρίσκει το ελάχιστο κάτι να φάη και στη βρώμα. Εμείς τι βρίσκουμε. — Πέτρες! απάντησε άλλος απόπερα· δε βλέπεις; — Τρώγουνται οι πέτρες ; — Σα χάλασες τα δόντια σου στην κουρκούτη ποιος σου φταίει; Τήρα ο Αριστόδημος που τάχει γερά π΄ψς τις ροκανάει σαν φτάζυμο. — Τρώει πέτρες λοιπόν τ' αφεντικό ;
Έν' απ' αυτά ψηλό, νευρωμένο κι άγριο άγριο, με μαλλί δασύ και σταχτερό σαν το θαμπό φως της αυγής, χύθηκε απάνω τους ίσα, ανοίγοντας τα σαγόνια του, πετώντας όξω κόκκινη φωτιά τη γλώσσα του και τα κοφτερά δόντια του. — Τι το φυλάτε, μωρέ, και δε το σκοτόνετε, φωνάζει, κ' ένας στρατιώτης σηκόνει τον κόπανο, του καταφέρνει μια και τ' ανοίγει σε δυο το κεφάλι.
Πού επερίσσευε τραμπούκος απ' αυτούς που έχουν δόντια, κατάλαβες, για να φάνε κ' οι άλλοι, οι παραμικροί; Ο Λάμπρος ο Βατούλας κ' ο Μανώλης ο Πολύχρονος κι' άλλοι μερικοί, πέφτουν με τα μούτρα στη λαδιά, στο μούχτι . . . κ' ειξεύρουν πώς να κυνηγούν το πλιάστικο. Έχουν βλέπεις αυτοί, οι διάβολοι, τον τρόπον να τα κάμουν πλακάκια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν