United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα είπε: — Δε μπορεί να γενή αυτό, Μανωλιό, μόνο να κάμης απομονή, ετσά που κάνω κ' εγώ. Δεν είνε καλό να πάμε ανεβουλής τω γονέω μας, γιατί θα μάςε καταραστούνε και δε θα δούμε χαέρι και προκοπή. Η νέα αντίρρησις της Πηγής έφερεν εις στιγμιαίαν αμηχανίαν την ρητορικήν του Μανώλη. Αλλ' έπειτα είπε: — Δε θα 'μάςε καταραστούνε γιατί μας αγαπούνε.

Κι' αν γεννιώνταν, ποιος θα να μας το φανέρωνε; Στον συγνεφιασμένον μας ουρανό δεν θα νάτουν βολετό να 'δούμε ποτέ τ' αστέρι που τώδειξε μια φορά στους Μάγους. Τα σήμαντρα δεν θα μας το διαλαλούσαν, κι' οι κράχτες δεν θα μας το φώναζαν. Η εκκλησιές μας ήταν κλειστές και στα 'κονίσματα των σπιτιών μας ετοιμαζόμασταν για να πούμε την δέησή μας. «Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί

Κ' έτσι μήτε ελληνικό είναι μήτε ρωμαίικο. Βαρβαρισμός και στη μια γλώσσα και στην άλληνα. Για να δούμε και την Ελλάδα. Καλήτερα δεν τα πάει. Μας την κάμανε τριτόκλιτη· η Ελλάς, της Ελλάδος, εν Ελλάδι, την Ελλάδα . Ο λαός όμως ταρχαία τα τριτόκλιτα δεν τα θέλει, αφού πρωτόκλιτα τα ξέρει.

ΒΕΡΑΛΔΟΣ Ω! μεγάλη συμφορά να μην κάνης το κλύσμα που διέταξε ο κύριος Πυργγόν! Δεν είνε δυνατόν επί τέλους να γιατρευτής από την αρρώστεια των γιατρών και να παύσης να είσαι βουτημένος μέσα στα γιατρικά των; ΑΡΓΓΑΝ Μ' έσκασες. Θα ήθελα να είχες την αρρώστεια μου, για να δούμε αν θα φλυαρούσες έτσι. Α! να ο κύριος Πυργγόν. κ. ΠΥΡΓΓΟΝ Πολύ ωραίες ειδήσεις μου έφεραν κάτω στην πόρτα.

Ας πούμε πως ήταν ο Λεωνίδας της Καισαρείας αυτός· να δούμε τώρα και τον Εφιάλτη. Ο Εφιάλτης τους είταν ένας γιατρός που ύστερ' από λίγο βασάνισμα δε βάσταξε, παρά καθοδήγεψε τους Πέρσους πούθε να χυμίξουνε μέσα στη χώρα τη νύχτα. Μπήκαν οι Πέρσοι κι αρχίζει μεγάλη σφαγή. Τριγύριξαν τότε και το Δημοστένη, και πασκίσανε ζωντανό να τον πιάσουν.

Κι ίσως το μεγαλήτερο δώρο του είταν ο ρεαλισμός του εκείνος που, καθώς θα δούμε, χρησίμεψε και για άλλο καλό εξόν από το σκοπό που είχε στο νου του. Σκοπός του είτανε να χτυπάη το κακό όπου τόβλεπε· και για να το χτυπάη στα γερά το ιστορούσε κατά πώς τόβλεπε με τα μάτια του. Μ' αυτό του το σύστημα μας άφησε ολοζώντανες ζουγραφιές των εθίμων και των ηθών του καιρού του.

Είτανε τόσο χαρούμενος που μαζευόμαστε όλοι τριγύρω του, άμα γινότανε κάτι κ' η κρυσταλλένια φωνή του και το ξάστερο γέλιο του αντηχούσανε σ' όλο το σπίτι. Τρέχαμε γύρω του γιατί θέλαμε να δούμε πώς λάμπανε τα μάτια του, πώς τα μικρά λευκά του χέρια σαλεύανε από ευχαρίστηση, γιατί θέλαμε να δούμε όλη την αστραφτερή αυτή παιδιάτικη χαρά, που πλημμυρούσε με ήλιο την καρδιά μας.

Τι να κάμη ως τόσο, τόρριξε στο κρασί, κ' έτσι σα να μούδιασε η ματωμένη καρδιά του. Ο Δημήτρης ως τόσο σηκώθηκε νάβγη όξω. — Για πού; ρωτούν οι άντρες. — Να δούμε και τι χαμπάρια οι Τούρκοι. — Μα δεν είπαμε να μη δείξουμε πόλεμο; — Κι α δείξουν αυτοί; Κάποιος μας πρέπει να πάη και να δη το τι σκοπούς έχουν. Πηγαίνω εγώ.

Όμως και τώρα ας δούμε, πώς σωτηριά θενάβρουμε φιλιώνοντάς τον πάλι με λόγια περικαλεστά με τιμημένα δώραΤότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Γέρο, δεν τάπες ψέματα τα δύστυχά μου πάθια. 115 Έφταιξα, δεν τ' αρνιέμαι εγώ. Ναι, με στρατό μεγάλο είν' ίσος όπιον πάρει ο γιος από καλό του Κρόνου, σαν τώρα αφτόν που τίμησε κι' αφάνισε τ' ασκέρι.

Κι' αφτός τον βλέπει, εφτύς πηδάει και κράζει με περφάνια, «Να το θεριό που την ψυχή μού μάσησε ως στη ρίζα, 425 που μούσφαξε τ' αδέρφι μου! Κρυφτούς πια εδώ δεν έχει, παρά θα δούμε τώρα εφτύς πιος θενά φάει τον άλλοΕίπε, τον κοίταξε λοξά και του φωνάζει πάλι «Έλα σιμά να μπεις γοργά στου χάρου τα πλεμάτια