Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Τρεις μέρες μετά ο Έφις γύρισε και για να μην πληρώσει το ναύλο για το άλογο φορτώθηκε στην πλάτη το δισάκι και ξεκίνησε με τα πόδια. Ο καιρός είχε δροσίσει: από τα βουνά του Νούορο κατέβαινε το αεράκι των δασών και έτρεχε έτρεχε πάνω στη χλόη κατά μήκος του ποταμού και έμοιαζε να θέλει να κατέβει μαζί του στη θάλασσα.

Τρέμουν τα πόδια σου.» «Πρέπει να πηγαίνω.» «Έφις, άκουσέ με. Μην σου κακοφαίνεται για ό, τι σου είπα. Έτσι είναι, δεν μπορώ, πίστεψέ με. Ξέρω ότι αυτό σε δυσαρεστεί, αλλά δεν μπορώ. Μην πεις τίποτε στην Έστερ και πήγαινε, αφού θέλεις να φύγεις. Εάν όμως νοιώσεις άσχημα, γύρισε. Να θυμάσαι ότι αυτό είναι το σπίτι σουΈριξε το δισάκι επάνω στους ώμους του και βγήκε.

Πράγμα ασυνήθιστο, βλέποντας τον Έφις σταμάτησε.. «Τι κάνεις φορτωμένος μ’ αυτό το δισάκι; Κουκιά έκλεβες;» Ο Έφις σηκώθηκε με σεβασμό. «Είναι οι προμήθειες για τις κυράδες μου. Κι εσείς πού πάτεΚαι ο ντον Πρέντου εκεί κάτω πήγαινε.

Εσύ όμως να θυμάσαι, Έφις: το κτηματάκι το θέλω εγώ…Το μαρτύριο κράτησε σ’ όλο τον δρόμο, μέχρι που ο Έφις, περισσότερο κουρασμένος από το αν είχε πάει με τα πόδια, γλίστρησε από τα καπούλια και τράβηξε κάτω το δισάκι.

Σας βαραίνει το δισάκι; Είναι γεμάτο χρυσάφι; Κάνατε περιουσία στα κρυφά∙ πονηρός που είστεΚάθισε και ακούμπησε το δισάκι καταγής, και κοίταζε την Γκριζέντα, και η Γκριζέντα τον κοίταζε πονηρά δίνοντάς του να καταλάβει ότι ήξερε την αλήθεια. «Όμως κι εμείς, μπαρμπα-Έφις, κι εμείς, εγώ και ο Τζατσίντο, κάτι θα κάνουμε.

Εκείνος την κοίταξε με τα αδιάφορα μάτια του, όπως ενός ζώου, και δεν είπε αν θα πήγαινε ή όχι στη γριά. Καθώς γνώριζε ότι οι κυράδες του εκείνη την ώρα εξομολογούνταν, ξεφορτώθηκε το δισάκι, το απόθεσε στο σκαλοπατάκι και κάθισε να τις περιμένει. Οι τσουκνίδες του τρύπησαν τα χέρια.

Κ' εκάλεσε τον αδελφό και χωριστά του λέει: — Βουλιούμαι, αγαπημένε μου, 'ς τα ξένα να μισέψω, Να διαπεράσω τα βουνά, να πάω σε ξένον κόσμο, Και να γυρίσω με καιρό, με χρόνια και με μήνες Με γρόσια στο δισάκι μου και λίρες 'ςτο κιμέρι. Σ' αφίνω την γυναίκα μου την πολυαγαπημένη. Να την κυττάς σαν αδερφή, σαν αδερφή δική σου.

Όχι! δεν είνε όνειρο, κι' ουδέ κοιμάσαι ακόμα Σ' έφερε τ' άλογό σου εδώ κομμάτια 'ςτό δισάκι Κ' εγώ, που μ' εξεγλύτωσες απ' τη σκλαβιά μια μέρα Εγώ με την αγάπη μου και με τα δάκρυά μου, Εγώ μ' αθάνατο νερό σ' ανάστησα, λεβέντη. Τώρ' αρματώσου γλήγορα, ανέβα 'ςτ' άλογό σου Και χτύπα το, σαν αστραπή 'ςτό σπήτι να φέρη.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν