United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστάθη τότε, επέζευσε, αφήκε τον ίππον του κ' επροχώρησε προς το μέρος οπόθεν ήρχετο η φωνή, πάντοτε μετά προφυλάξεως, διότι δεν ελησμόνει ούτος ότι τα εξωτικά πολλάκις διά τοιούτων προσποιήσεων φέρουν πλησίον των τους διαβάτας. Εύρε δ' εκεί τον Δημήτρην κατακείμενον εν μέσω της λόχμης, κατακόκκινον, με ημικλείστους οφθαλμούς. — Πατριώτη, ρε πατριώτη! είπε, λακτίζων αυτόν ελαφρώς.

Κατά το φαγητόν ο γέρω Βαγγέλης διηγήθη εις τον Δημήτρην, προς τον οποίον συνεδέετο διά παλαιάς φιλίας, το αίτιον της θλίψεώς του. Ο γέρω Βαγγέλης, πτωχός ποιμήν, είχε μίαν κόρην την Μπίλιω, την οποίαν είχεν αρραβωνίσει μετά του Νάσου, γείτονος βοσκού.

Οι σκύλοι διεσκορπίσθησαν ευθύς. — Ρε, Χριστιανέ, πώς εδώ τέτοιαν ώρα; είπεν εις τον Δημήτρην. Κ' επλησίασεν ακόμη ίνα ίδη τον ξένον κατά πρόσωπον. Τότε υπό τας αμυδράς λάμψεις της ημέρας ανεγνώρισε μ' έκπληξίν του τον παλαιόν φίλον του γέρω Βαγγέλη. — Παπού! εσύ 'σαι παπού; εφώναξεν εν αγαλλιάσει εναγκαλιζόμενος αυτόν. — Εγώ, παιδί μου, είπεν ο Δημήτρης συγκεκινημένος.

Και πολλάκις όταν απέτρωγον, εν τη διαχύσει της ευτυχίας και της χαράς των, ετραγώδουν όλοι εκ συμφώνου το Λαγιαρνί, το τόσον πιστώς εκφράζον την πτωχείαν των βλάχων και εις χαριτωμένους και γοργούς στίχους εικονίζον την ζωήν των ολόκληρον. . . Μόνον καθ' ην ώραν απέθνησκεν ο γέρω Βαγγέλης, εκτός των άλλων συμβουλών και παραγγελμάτων τα οποία άφινεν εις αυτούς, είπε και διά τον Δημήτρην: — Ο Δημήτρης είνε αδερφός.

Μετ' ολίγον, επειδή η εκκλησία του αγίου Δημητρίου είχεν έλλειψιν ιερέως, ο παπά-Σταύρος κατώρθωσε δι ολίγων ζευγών καπονίων και χηνών να μετατεθή εις Λεχαινά, χωρίς βέβαια η νέα θέσις να ευρύνη το παραμικρόν τας θεολογικάς γνώσεις του. — Ε, και τι θες από 'μέ; ηρώτησε με την χονδρήν φωνήν του τον Δημήτρην, αφού ήκουσε τους λόγους του. — Ήρθα να μου 'πή η αγιοσύνη σου, τι να κάμω.

Εκάθισαν όλοι εις την τράπεζαν. Δεξιά η Μπαλαλού η μαμμή, αριστερά η μπροσθινή η Σωσάννα, καταμεσής ο πατήρ του νεογνού. Δεξιόθεν της Σωσάννας η Πλανταρού, κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δύο τρεις άλλοι. Το λοιπόν του χώρου κατείχετο από τον Δημήτρην τον Σκιαδερόν και από την φαμελιά του. Ήρχισαν να τρώγουν. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν εταιριάζοντο εύκολα.

Άνευ πολλού θορύβου οι ενδιαφερόμενοι συνελθόντες μόνοι των, προκατέβαλον μικρόν χρηματικόν ποσόν κ' εκάλεσαν τον Δημήτρην ίνα εκ των ενόντων εργασθή προς εύρυνσιν της κοίτης του Στρεμμενού εις τα στενώτερα μέρη. Ο Δημήτρης ειργάζετο ήδη επί τρεις ημέρας μετά δύο άλλων εργατών και την τετάρτην, περί την δύσιν του ηλίου, ετελείωσε το έργον του.

Πρέπει δ' αληθώς μεγάλα πράγματα να είχον συμβή εις τον πτωχόν Δημήτρην, διότι και το πρόσωπόν του ήτο ηλλοιωμένον, και οι οφθαλμοί του είχον λάμψιν ασυνήθη, και της φωνής αυτού η κλαγγή ήτο τρομώδης και παρηλλαγμένη. — Καλέ τι έπαθες; ηρώτησεν εγειρομένη και πλησιάζουσα ανησύχως η κυρά Δημήτραινα. Συ δεν είσαι ο ίδιος. — Τώρα κ' άλλη μια φορά ο ίδιος! Κύτταξε εδώ!

Πλησίον του Δημήτρη όμιλος εργατών, συμφωνήσας ητοιμάζετο ν' ακολουθήση τον κτηματίαν Δρόσον. — Μωρέ παιδιά, θέλουμε κι' άλλον ένα να το σώσωμε, είπεν ούτος προς τους εργάτας· δεν έχετε κανένα παιδί ακόμη; — Όσκε· δέκα ειμάστενε. Ο Δρόσος παρετήρησε τον Δημήτρην. — Ε, Δημήτρη· είπε, στρέφων την χείρα και καμμύων τον ένα οφθαλμόν ερωτηματικώς· πώς! μονάχος εσύ; — Μονάχος.

Λύσε με από τον αφορεσμό· εξηκολούθησε υψόνων προς τον ζωέμπορον ικέτιδας χείρας· σώσε με από την παίδεψι!. . .να πώς κατάντησα· συχώρα με κι' ο Θεός σχωρέσοι!. . . Ο ζωέμπορος ήκουεν έκπληκτος και μετά συντριβής τον Δημήτρην. Ήρχισε να ελέγχη εαυτόν, διότι διά τόσον μικρόν πράγμα εξέδωσεν επιτίμιον το οποίον κατέστρεψε τελείως ένα τίμιον και αξιόλογον εργάτην.