Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Αρχίζω λοιπόν τις ιστορικές αυτές κοντυλιές από την κυριαρχία των Ρωμαίων, αφού δα σε κείνους χρωστούμε και το σημερνό μας τόνομα. Σκοπός μου είναι να τα παραστήσω τα πράματα καταπώς τάννοιωσα, και τα καλά και τα δυσάρεστα.
Του έτεινα την χείρα με σοβαρότατα, εκείνος δε: — Κύτταξε δα, μα κύτταξε λίγο από πάνω και τριγύρω, με λέγει με τον γέλωτα εκείνον τον εσωτερικόν, όστις, εις την θέσιν που ευρισκόμην, μου εφαίνετο απαίσιος . . . Παρετήρησα παντού και τι νομίζετε να είδα; Υπέρ την ασκεπή κεφαλήν του φίλου μου ήσαν κρεμασμένα δύο μεγάλα κέρατα, δεξιά δε και αριστερά των παραστάδων ήσαν προσηλωμένα ανά δύο άλλα, ακριβώς απέναντι των κροτάφων του . . . Έμεινα κατάπληκτος!
Φαίδρος Τι λοιπόν έχεις και στριφογυρίζεις; Σωκράτης Τίποτε πλέον, μετά τον όρκον σου τούτον· διότι πώς θα ηδυνάμην να υποφέρω την απομάκρυσίν μου από τοιούτον τραπέζι; Φαίδρος Λέγε δα! Σωκράτης Γνωρίζεις λοιπόν τι θα κάμω; Φαίδρος Περί τίνος; Σωκράτης Σκεπασμένος θα λέγω, διά να δυνηθώ όσον το δυνατόν τάχιστα να διεξέλθω τον λόγον, και να μη κομπιάζω ένεκα της εντροπής όταν θα βλέπω προς σε.
Μα ελάτε, εγώ όσο τ' άρματα χαλκοφοράω της μάχης, αρχίστε εσείς παράκληση στο γιο του Κρόνου Δία, σιγά αφτού πούστε, μην τυχόν κι' οι Τρώες καταλάβουν... 195 ή κι' ανοιχτά, τι πιον εδώ θα φοβηθούμε κιόλας; Πιος θέλει, ας δείξει την αντριά και τέχνη του, κι' ας δούμε αν με φοβίζει, τι θαρρώ κι' εγώ δα τόσο ανάξιος δε βγήκα, δε μεγάλωσα, στη Σαλαμίνα πέρα.»
Ας ενθυμηθώμεν ότι προηγουμένως μόλις τόρα δα ελέγαμεν ορθώς ότι ως προς τα δίκαια επικρατεί μεταξύ μας μεγάλη ταραχή και ασυμφωνία. Αφού δε σκεφθώμεν αυτό, ας ερωτήσωμεν πάλιν τον εαυτόν μας.
Διότι τώρα δα, οπού έφθασες ακριβώς επάνω εις την ουσίαν του ζητήματος, παρεξέκλινες έξαφνα και απεμακρύνθης από αυτό. Μίαν λέξιν εάν μου έλεγες ακόμη, αρκετά ήθελα καταλάβη πλέον από σε τι πράγμα είνε η ευσέβεια κατ' ουσίαν.
Και το πλατύχωρο του τόπου, η λαμπρότη κ' η μεγαλοπρέπεια των χαλασμάτων ύστερ' από τόσες χιλιάδες χρόνια αφ' όντας χτίσθηκαν, τα στολίδια κ' η μονέδες οπού ξεθάφτονται, κ' η θέση αυτή τους ακόμα κοντά στη λίμνη κι απάνω σε βουνό, μες τη μέση της χώρας των Μολοσσών και κατάστρατα του δερβενιού που φέρνει από την Ήπειρο στη Θεσσαλία, δείχνουν πως, μια βολά, μεγάλη και περίφημη πολιτεία ηπειρωτική ακούονταν εδώ δα, που ποιος ξέρει πότε θα να φανερωθούν τάχα το όνομά της κ' η ιστορία της.
Κι απάνω απάνω στου Κολοσσού την κορφή μεγάλη κατάλευκη Εκκλησιά, κι απάνω στην Εκκλησιά το Καμπαναριό, κάτασπρο κι αυτό, λαφρόστεκο και χαριτωμένο. Τάκουσε αυτά πολλές φορές ο Παυλής και τα πρόσμενε· μα τόση δα πάλι ομορφιά δεν την έλπιζε.
Αλλά δεν ετόλμα να ερωτήση. Διέβαινε μόνον προ του καφενείου, του οποίου την εργασίαν είχεν αναλάβη ο Αστρονόμος, και έρριπτε λαθραία βλέμματα μέσα. Την ημέραν εκείνην θα την είδεν ο Νικολάκης να περάση πλέον ή δεκάκις· και έλεγε: — Μωρέ σα μυγιασμένη κάνει σήμερο η Αλογόμυγια. Είντα διάολο 'χει: Παρακούζουλή 'τονε πάντα τση, μα 'δα καμπόσο καιρό θαρρώ πως τσ' ήστρηψε ολότελα η βίδα.
Πήρε κοντά του πράμματα; — Πήρε τα οχτώ μουλάρια. — Μα την αξιάδα που 'δα εγώ 'ς το Λούκα εχτές το βράδυ.. — Σαν τι είδες, Λιάκο; — Μονάχος ετέλεψε το γέννο. Πενήντα αρνιά προσθήλυασε μέσ' 'ς την τσαγγαδομάντρα. — Προχτές 'ς τον Παλιουρόφορο ζαλώθη ένα δαμάλι. Θεριακωμένος! — Κορμαριά! — Και πετροκαταλύτης! — Σίμπα, Κωστούλα, τη φωτιά· τι ξύλιασα 'ς τη στρούγγα Και πάω σαν καλαμόκουνα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν