Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Καθώς δα και το όνομα Ορέστης, καλέ Ερμογένη, πλησιάζει να είναι ορθόν, είτε καμμία τύχη έθεσε το όνομα αυτό είτε και ποιητής, θέλων να δείξη με το όνομα αυτό την θηριώδη φύσιν του και το άγριον και το &ορεινόν&. Ερμογένης. Έτσι φαίνεται, Σωκράτη μου. Σωκράτης. Φαίνεται δε ότι και του πατρός του το όνομα εδόθη κατά φύσιν. Ερμογένης. Φαίνεται. Σωκράτης.

— Μ' τι να ειπώ ντε; Είπε ο γιδάρης, κυτάζοντας τον Αρβανίτη με βλακίστικο γέλοιο. — Για σας, ώρα καλή, μ' τι, καλμέρα αδά; — Άσ' τον άνθρωπο να καλημερνάει γι' αύριο, λέει ο Πολιάνος. — Ε, για σας δα, ώρα καλή, ξαναγελάει βλακίστικα ο πιστικός. — Πούθ΄ είσαι ωρέ; τον ρωτάει ο Αρβανίτης. — Απ' το Παλιοχώρι. — Πώς σε λεν; — Μπάρτζο. Μπάρτζους λεν τους τράγους πώχουν τα μούτρα παρδαλά, ασπρόμαυρα.

Όταν είνε κανείς υπερήφανος 'στά πόδια... είπεν ο Τρέκλας. — Βέβαια, έχεις δίκηο. — Τότε έχει ανάγκη από ένα σκυλί διά να του δείχνη το δρόμο. — Σωστά. — Και δι' αυτό μου το δίνουν η καλόγρηαις, αυτό το σκυλί, διά οδηγόν. — Κατάλαβα. — Αλλοιώς δεν ειμπορούσα να τα καταφέρω. — Αυτό εννοείται. — Μα αυταίς η καλόγρηαις!... — Τι; — Σκύλιασαν. — Σκύλιασαν; — Βέβαια. Κοντεύουν να λυσσάξουν. — Όχι δα!

Τι να γεφτεί θυμήθηκε κι' η χρυσομάλλω η Νιόβη, που δώδεκα έχασε παιδιάκι' όχι έναστο πυργί της, νιους έξη μες στη νιότη τους και θυγατέρες έξη. Μα ο Φοίβος σκότωσε τους γιους με τ' αργυρό δοξάρι, 605 τι θύμωσε της μάννας τουςκι' η Άρτεμη τις κόρεςτι ήθελε δα με τη Λητό να γίνεται ίσα κι' ίσα.

Γλέπ'ς κει δα κάτ' είν' η γίδης στριμουμέναις κ' η δυο, τουλόου σ' πού θα πατήσης να τσ' δέσης να τσ' ανεβάσης απάν'; Την στιγμήν εκείνην έφθασε και ο παππα-Μπεφάνης, με την λευκήν του γενειάδα, με το κοντόν τρίχινον ράσον του, και με το μαύρο σάλι του περί τον λαιμόν. Έμαθε το συμβάν, ήκουσε το σχέδιον του Στάθη, κ' έσεισε την κεφαλήν. — Αποκοτιά, είπε, μεγάλ' αποκοτιά.

Τόση φωτιά μέσα τους άναβε, άσβεστη φλόγα τόση στα ολάναφτα νέβρα τους γλυκόχυνε· εμέθαε τους ποθοπλανταγμένους λογισμούς τους η μυρουδιά του κυδωνιού η χνουδάτη. Να βλέπουν. Μόνο να βλέπουν. Να οσφραίνουνται μόνο, μες από τα ολόχοντρα σίδερα των παραθυριών. Έτσι δα με ξελιγωμένα τα μάτια, να ξαχαρώνουν μονάχα. Τόσο μόνο! Μες την ώρα να κι ο Γέρο-Ντούντουνας, ο καθαριστής.

Αυτά είν' όλα τα σύνεργα και πλούτη των ψαράδων. Δεν έχουν θύρα με κλειδί και φύλακά τους σκύλλο, μηδέ φοβούνται από κλεψιά — η φτώχια τους φυλάει. Έπειτα δα και γείτονα δεν έχουνε κανένα και γύρω βρέχει η θάλασσα τη χαμηλή καλύβα.

Κι αν πάθαμε πάλε και τόσα δεινά, και μάλιστα ηθικά, δεν έφταιγαν όλως διόλου κ' οι Γότθοι, παρά έφταιγαν κ' οι δικοί μας, που δεν είναι δα να πης πως είχαν οι ίδιοι τους Σπαρτιατικά συστήματα, μόνο άρχιζε και τον έτρωγε σαν ψώρα τον τόπο ένα είδος παραλυσία, και κοινωνική και πολιτική, καθώς θα δούμε σε λίγο. Ως κ' οι Λεγεώνες πια δεν τους ερχότανε να γυρίζουνε στη χώρα με τις αρματωσιές τους.

Είχεν όμως απόφασιν εις το τέλος, και εάν δεν ήθελε κανείς εκουσίως ν' ακούη, διά της βίας να του είπη τον λόγον . Συ λοιπόν, Φαίδρε, παρακάλεσέ τον, εκείνο που θα κάμη εν πάση περιπτώσει, γρήγορα να το κάμη αυτήν δα την στιγμήν.

Μα τι να κάθωμαι τώρα να σου τα πολυλογώ και να σου τα αναφέρω όλα; αλλά όταν τέλος εφθάσαμεν εις την τέχνην του βασιλεύειν, και εξετάζαμεν, αν είναι αυτή που παρέχει και εξασφαλίζει την ευδαιμονίαν εις τους ανθρώπους, τότε δα είναι που είδαμεν πως επέσαμεν εις λαβύρινθον και, ενώ ενομίζαμεν πως ευρισκόμεθα εις το τέλος, αναγκασθήκαμε να γυρίσωμεν εις τα βήματά μας και να ευρεθώμεν εις την αρχήν των ερευνών μας, τόσον σοφοί, όσον ήμεθα και ότε επελήφθημεν το πρώτον της συζητήσεως.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν