Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Παράδειγμα αυτές δα οι ομιλίες της Αντιόχειας. Αφίνουμε τις ποιητικές μεταφορές, τις Γραφικές ερμηνείες, και τις ηθικές συβουλές που λάμπουνε σκόρπιες μες στα γλυκά του λόγια, μα οι ομιλίες εκείνες μας ξετυλίγουν και σατυρικές εικόνες της όχι πολύ ασκητικής ζωής των πατριωτών του.
Η Νοέμι την τραβούσε από το σάλι, αλλά η ντόνα Έστερ, παρ’ όλο που συμβούλευε υπομονή και φρόνηση, ξέσπασε. «Ντόνα Έστερ και κουραφέξαλα! Η ανάγκη, το ξέρεις δα αδελφή μου, μας κάνει όλους ίσους.» Και έφυγε. Τότε ένα έντονο αίσθημα ταπείνωσης και αγανάκτησης κατέλαβε πάλι τη Νοέμι.
Σαν πάρει ο χωριανός τη ράχη του βουνού κι ανέβει στην κορυφή, βλέπει κάτω τις στέγες του χωριού του, και αγναντεύει άλλα χωριά που τα έχει ακουστά, και την πολιτεία εκεί δα πέρα, κοντά στη θάλασσα. Και μικραίνει το χωριό του. Νοιώθει πως δεν είναι μοναχό στον κόσμο, και πως ο τόπος είναι μεγάλος.
Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Για την κόρη σου χρειάζεται ένας σύζυγος ηθικός, τίμιος, πλούσιος και καλοκαμωμένος, κι' όχι κανένας ασχημομούρης κόντε — πεινάω . ΝΙΚΟΛΕΤΑ Αυτό είν' αλήθεια: έχομε δα παράδειγμα το γυιό τον άρχοντα του χωριού μας, ένα βλάκα και τιποτένιο. Έχω αρκετή περιουσία για την κόρη μου· μόνο η δόξα μου λείπει και θέλω να την κάνω μαρκησία. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μαρκησία; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μάλιστα, μαρκησία.
— Μ' τι να ειπώ ντε; Είπε ο γιδάρης, κυτάζοντας τον Αρβανίτη με βλακίστικο γέλοιο. — Για σας, ώρα καλή, μ' τι, καλμέρα αδά; — Άσ' τον άνθρωπο και καλημερνάει γι' αύριο, λέει ο Πολιάνος. — Ε, για σας δα, ώρα καλή, ξαναγελάει βλακίστικα ο πιστικός. — Πούθ’ είσαι ωρέ; τον ρωτάει ο Αρβανίτης. — Απ' το Παλιοχώρι. — Πώς σε λεν; — Μπάρτζο. Μπάρτζους λεν τους τράγους πώχουν τα μούτρα παρδαλά, ασπρόμαυρα.
Εδώ δα θα βάλω ολίγο κόκκινο και θαλασσί. Το λουλούδι θα γείνη με άσπρο χρυσάφι. Καταμεσής θα κεντήσω ένα κουμπάκι άλικο. Αχ! τι ώμορφο! Το εφίλησεν η αθώα κόρη το αγνόν ανθύλλιον και το έκρυψεν εις τον παρθενικόν κόλπον της, αυστηρώς περιωρισμένον.
Ποτέ σου δεν θα μάθης συ πόσο σ' αγάπησα. . . Σαν διψασμένη γης, νεροποντή, σε λαχτάρησα. . . Σαν φείδι στα σεντόνια μου στριβόμουνα ολόκληρες βραδυές και μαραινόμουνα ίδιος λωτός στον ήλιο. Τώχες νοιώσει δα και συ, γιατί σαν έβλεπες χρυσή βροχή να ρίχνουν η ματιές μου στο κορμί σου, αλλού εγύριζες την προσοχή σου.
Τότε δα ήσαν και αν ήσαν τα γέλοια και ο θόρυβος εκ μέρους των θαυμαστών του Ευθυδήμου και του Διονυσοδώρου, εις τους οποίους επροξένει κατάπληξιν η τόση του σοφία. Εμείς οι άλλοι εμείναμεν εμβρόντητοι χωρίς λέξιν να λέγωμεν.
Ώστε το αγαπητόν εις τους θεούς δεν είναι το ίδιον πράγμα με το ευσεβές, ω Ευθύφρον, ούτε το ευσεβές είναι το ίδιον με το αγαπητόν εις τους θεούς, καθώς συ είπες, αλλά το ένα είναι διαφορετικόν από το άλλο. Ευθύφρων. Πώς δα γίνεται αυτό, ω Σώκρατες; Σωκράτης. Διότι ωμολογήσαμεν, ότι το μεν ευσεβές διά τούτο αγαπάται, διότι είναι ευσεβές, και όχι ότι είναι ευσεβές, διότι αγαπάται.
Αμ ό,τι βλέπουνε δα κ' οι καψερές απ’ τις μεγάλες μας που πάνε στα παλάτια και με ταυτοκίνητα . . .» Και γι’ αυτά κι αυτά το συλλογιζόταν η Κερά-Δημήτραινα πολύ να τις παντρέψη τις κόρες της, γιατί τώρα καθώς κατάντησαν κ' οι νέοι. . . «Μη βλέπεις εσύ που πίτυχες το καλό το παλληκάρι που σου φέρνει του πουλιού το γάλα μέσα στην απαλάμη . . και πάλι να που σ' αφήνει και μονάχη σου, άρρωστη ελεεινή, και πάει αυτός να γλεντήση!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν