Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Ποιος ξέρει με πόσων γυναικοπαίδων σκλαβιά χόρτασες εδώ δα τα βάρβαρα πάθη σου!

Φόβον δεν έχεις παντελώς· να ιδώ καλά το πόσον Μέσα εις όλους είμ' εγώ θεά ατιμασμένη. Κι' ο συννεφοσυνάχτης Ζευς καταπειράχθη, κ' είπεν Ω 'ς τα κακά! Θα κάμεις δα να μ' εχθρευθή η Ήρα, Οπόταν μ' ονειδιστικαίς 'μιλίαις με συγχίζη. Αυτή μπρος τους αθάνατους θεούς με βρίζει κ' έτσι Πάντα, και λέειτον πόλεμον βοηθώ τους Τρωαδίτας.

Εκαθότανε με τη μάννα του στην πεζούλα από κάτω από το κελλί μου και τάλεγαν πάλι· τι αδιαντροπιά! — Από ντροπή δα ας πη κι' άλλος, είπεν ο παππά Φίλιππος. — Και πας είνε μόνο τα λόγια, εκείνα που κάνει τι σου λένε; είπεν ο Γιώργης. — Ας όψουνται που μας τον φέρανε πάλι στο κεφάλι μας· είπεν ο παππά Φίλιππος.

Μας πιάνει μια κρυάδα, κοκκαλιάσαμε κι οι δυο. Του λόγου της τα χρειάστηκε μαζί μου. Στρυμωχτήκαμε και οι δυο καταμεσής του μονόξυλου. Άρχιζε να κάνη νερά, και τάζω για λαούτο, να βγάλω το νερό, δεν βρίσκουνταν στο μονόξυλο λαούτο. Σούπα δα! Σα να μας είχε ο διάολος ωρμηνεμένους. Αρχίσαμε να βγάζουμε το νερό με τις απαλάμες μας.

Και τότε δα θαρρεύθηκε, και είπ' ο άγιος μάντις· Δεν μέμφεται για τάξιμον αυτός, ή εκατόμβην, Μον για τον ιερέα του, 'π' ατίμασ' ο Αγαμέμνων. Κι' ουδέ την κόρ' απόλυκε, ουδέ τα λύτρ' εδέχθη. Για τούτο πόνους έδωσε· κι' ακόμα θέλει δώσει.

Μ' αν πληρωθή ο Κέφαλος και πεταχθή μπροστά σου κ' ειπή ότι μ' αυτά που λες δεν είσαι στα σωστά σου, τι θα του ειπής, παρακαλώ; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θα 'πω πως ετρελλάθη. Α’ ΓΥΝΗ Δεν είν' η πρώτη δα φορά που ο κόσμος θα το μάθη. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Πως είν' υποχονδριακός. Α’ ΓΥΝΗ Καθένας πειά το βλέπει. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Έ, θα του ειπώ πως φέρνεται στην πόλι όπως πρέπει, μα φτιάνει πιάτα άσχημα.

Και πότε ήλθες; — Τώρα δα, μητέρα, μόλις έφθασα. — Και πούν' αυτό το κακόπαιδο, ο Μιχαήλος; Πώς δεν ήρθε να με το μηνύση: — Δεν ηξεύρω, μητέρα, δεν είναι κανένας στην αυλή, άλλο από το παιδί, που μου άνοιξε την θύρα. — Αμ' ποιος ηξεύρει πού θα πήγε πάλι. Δεν τον χωρεί ο τόπος να καθήση.

Και όταν τους ερώτησαν οι χωριάτες γιατί πηγαίνουν έτσι στον πόλεμο, εκείνοι απάντησαν με την παιδιάτικη προφορά τους: — Α δα και άρματα θέλουμε; Βγάνε βρούλα δένε τρούκους!... Κ' έπειτα που τους ελιάνιζε με το γιαταγάνι ο εχθρός εφρόντιζαν να μη χαλάσουν τα ρούχα τους! — Κάτσε, καλέ αγά και μη μου χαλάς το γαμπά μου!... Ο Γεράσιμος τ' άκουεν αυτά μα δεν έλεγε τίποτα.

Μωρή και δε μου λες, μορφούλα μου, πως είσαι θεόλωλη και μας έφερες έτσι δα άνω κάτω δίχως λόγο στα καλά καθούμενα; Μωρή, και δεν τρέχεις στις ελιές σου, κακόσυρτη, και δεν αφίνεις τις ρόκες και τα προικιά, μην πάτε και ψοφήστε της πείνας, κ' εσύ κ' η θεια σου;

Κι' ο Πάτροκλος αντίκρυ πήδηξε χάμου οχ τ' άλογα, και κράταε το κοντάρι με το ζερβύ, κι' αδράζοντας με το δεξύ μια πέτρα, χοντρή κοτρώνα που όλη του του γιόμισε τη χούφτα, 735 ρήχνει μ' ορμή, τι δα καιρό δεν άφισε ν' αγιάσουν· μήδ' είταν άστοχη η ρηξά, τι τον Κεβριόνη, νόθο γιο του Πριάμου, κι' αμαξά του φημισμένου Εχτόρου, τον ήβρε εκεί στα κούτελο ενώ τα γκέμια βάσταε.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν