United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ο Απόλλων όλα ετέλεσεν, ω φίλοι μου, ο Απόλλων τα έργα τούτα τα φρικτά, τα πάθη τούτα μου, τα πάθη° κανένας δεν με τύφλωσε° ο ίδιος εγώ τον εαυτό μου τύφλωσα. Γιατί τι το ’θελα να βλέπω, αφού να βλέπω τίποτε τίποτε δεν μ’ ευχαριστούσε. ΧΟΡΟΣ Δεν έχεις άδικο, δυστυχισμένε!

Μα σε όλα, όσα της ανάπτυξα, απάντησε σα να μη με άκουγε πια· κι άμα σώπασα, ξακολούθησε την ίδια σειρά των στοχασμών της: — Γιατί είμαστε συ και γω πιο ευτυχισμένοι από τον άλλον κόσμο; Το είπε με τόση σοβαρότητα, σα να μελετούσε μονάχα ένα γνωστό και παραδεγμένο περιστατικό, και πρόστεσε: — Βρίσκω πως όλοι οι άλλοι είναι δυστυχισμένοι, όταν τους συγκρίνω με σε και με.

Γέμιζε την ποδιά σου άσπρους ανθούς για στεφάνι σταθώο μέτωπό σου, μα ξεφύλλισε τους πάλι, γιατί δε θα προκάμης να το φορέσης . . και τάνθινα γαλανά ματάκια, σκύβε και παίρνε τα στην αγκαλιά σου προτού σε ιδούν και κλάψουν. . . Μα σαν αγνάντεψες από μακριά ανθισμένες μυγδαλιές, στάσου και κρύψε το πρόσωπό σου μες τα χέρια σου, γιατί δεν πρέπει να τις ιδούν τα μάτια σου . . . Και συ πούρχεσαι το κατόπι αγόρι ολόλαμπο από νιάτα και λαχτάρα, δεν ξέρεις πως είσαι ο ήλιος που τρέχει να πιάση το σύννεφο ταπαλό και που σαν το φθάση πέρα στις βουνοκορφές και ταγκαλιάση, φλογοκαίγετ’ όλος ο ζαφειρένιος κάμπος κι ο ήλιος γίνετ' ο Βασιλιάς τουρανού και πέφτει και πνίγεται στη μεγάλη θάλασσα του πόθου του; Χαμήλωνε τώρα ο ήλιος.

Γιατί γίνεται αυτό, Έφις, πες μου, εσύ που έχεις γυρίσει τον κόσμο: παντού έτσι είναι; Γιατί η μοίρα μάς τσακίζει έτσι, σαν να είμαστε καλάμια;» «Ναι», της απάντησε τότε εκείνος, «ακριβώς σαν τις καλαμιές στον άνεμο είμαστε, ντόνα Έστερ μου. Να γιατί!

Στίχων που είχαν διπλή σημασία για τους θεατές, γιατί θυμούνταν τις τελευταίες λέξεις που φώναξε η μητέρα του Ριχάρδου από πίσω του, όταν εκείνος εβάδιζε προς το Bosworth: «Γι αυτό λοιπόν νάχης την πιο πικρή κατάρα μου, που την ημέρα της μάχης να σε κουράση περισσότερο κι από την πλήρη πανοπλία που φορείς».

Όσο για μένα δεν θα το δώσω σε κανένα, γιατί πεθαίνω. — Ω Παγγλώση, φώναξε ο Αγαθούλης, να μια παράξενη γενεαλογία! Δεν ήταν ο διάβολος ο πρώτος σπόρος της; — Καθόλου, απάντησε ο μέγας αυτός άνθρωπος.

Ίσως θωρώντας όλ' αυτά μαντάτορα θα στείλη όμως εγώ τη θύρα μου θα την κρατώ κλεισμένη ως να την κάνω να ορκισθή πως θάρθη να μου στρώση γάμου κρεββάτι στη στεριά και στο νησί μας τούτο. Γιατί δεν είμαι κι άσχημος όπως με λέει ο κόσμος.

Γιατί κτυπούν έτσι τα δόντια σου; Προχώρησε να φύγουμε. Έλα κοντά μου. — Έρχομαι. Τα πόδια μου είναι μολύβι. Προχωρήσαμε μες στο σκοτάδι. — Σφίξε μου το χέρι. Έλα κοντά μου. Κρατούσαμε σφικτά ο ένας το χέρι του άλλου, τα νύχια μου είχαν μπη βαθιά στα κρέατα του κ' ένοιωθα τα νύχια του να σχίζουν τη σάρκα μου. Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. — Σφίξε μου το χέρι, σου λέω. Τρέμω...

Γιατί έτσι απ' τον κακόκραχτο το θάνατο ας μπορούσα ναν τόνε κλέψω πουθενά σα φτάσει η μάβρη η ώρα, 465 όπως πεντάμορφα άρματα θα λάβει, που στον κάμπο όλοι, όσοι τύχει να τους δουν τα κάλλη, θα σαστίζουν

Θα πη, το λοιπόν, πως η παπαδιαίς είνε πολύ καρπεραίς. Μα γιατί; — Γιατί οι παπάδες δεν λείπουν χρόνο-χρονικής από κοντά τους, είπεν η θειά το Μαλαμώ. Ο παπάς δεν έπαυε να αστεΐζεται με όλας τας εν τω πλοιαρίω ενορίτισσάς του. Εγώ έχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπάν' από διακόσια ανδρόγυνα, και καμμιά δεν ευρέθη να πη πως δεν θέλει! »