Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Και σεις επίσης να είσθε άγρυπνοι. Και αν αύριον ευτυχήση ο στόλος μας, έχω βεβαιότητα ότι ο στρατός της ξηράς θα πολεμήση καλά. Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Είναι στρατός γενναίος και αποφασιστικός. Δ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή! Τι θόρυβος είναι αυτός; Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Άκουσε, άκουσε! Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή! Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Μουσική εις τον αέρα. Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Από κάτω από την γην.
Με είχε καλέσει ο γενναίος φίλος μου, ο κυρ Στέφανος Μ. εις την οικίαν του την ημέραν του Πάσχα, διά να συμφάγωμεν την ώραν του προγεύματος περί τας δέκα, από συγκατάβασιν και ευσπλαγχνίαν, διά να κάμω κ' εγώ μετά τόσα χρόνια Πάσχα οικιακά, ως έρημος και ξένος στα ξένα.
Διότι εγώ εχάθηκα από την ημέραν που κατελήφθη η Τροία και εφονεύθη ο γενναίος σύζυγός μου, ο οποίος πολλάκις σ' έκαμε να τρέχης από την ξηράν, όπου ήσουν εις τα πλοία ναύτης. Τώρα φαίνεσαι γενναίος μαχητής εναντίον μιας γυναικός και με φονεύεις. Κτύπησέ με, διότι ποτέ δεν θα κολακεύσω σε και την κόρην σου. Αν συ ήσουν μεγάλος εις την Σπάρτην, κ' εγώ όμως ήμουν εις την Τροίαν.
ΒΕΡΑ — Και όμως πρέπει να είναι γενναίος κανένας. Γενναίος ως το τέλος. Είναι αρκετό ακόμα να μπορή να ζήση ο άνθρωπος μ 'ένα όνειρο, που δεν τώσβυσε με την ίδια την πνοή του. Ας ζήσωμε με αυτό. Είναι κάτι τι και είναι πολύ, σε βεβαιόνω. ΦΛΕΡΗΣ — Βέρα, Βέρα! Πόσο είσαι ανώτερή μου. ΒΕΡΑ — Ανώτερη από τη Μοίρα μου ίσως. Αυτό είνε το καθήκον του καθενός μας.
&Μεγαλοπρέπεια.& — Ως προς τα χρήματα όμως υπάρχουν και άλλαι ψυχικαί διαθέσεις, και η μεν μεσότης είναι μεγαλοπρέπεια — δηλαδή ο μεγαλοπρεπής διαφέρει από τον ελευθέριον, διότι ο μεν πρώτος είναι γενναίος εις μεγάλα ποσά, ο δε δεύτερος εις μικρά — η δε υπερβολή είναι απειροκαλία και βαναυσότης, και η έλλειψις μικροπρέπεια.
ΑΔΜΗΤΟΣ Να το το χέρι μου λοιπόν, τα μάτια αλλού γυρίζω σαν της Γοργόνας νάκοβα την κεφαλή. ΗΡΑΚΛΗΣ Την ηύρες; ΑΔΜΗΤΟΣ Την ηύρα. ΗΡΑΚΛΗΣ Κράτα την καλά. Και θάρθη μια ημέρα που θα το πης και μόνος σου πως ήτανε γενναίος ο γυιός του Διός, ο ξένος σου. Για κύτταξέ την τώρα. και ιδέ αν της γυναίκας σου μοιάζει πολύ. Η λύπη την θέσι της παραχωρεί στην ευτυχία. Θεοί μου! Τι να ειπώ.
Η σκηνή εκείνη έμεινεν ανεξάλειπτος εις την μνήμην μου και την ανακαλώ άκων πάντοτε, οπόταν σκέπτωμαι περί της ματαιότητος των επιγείων. Ιδού ο άνθρωπος! Ο θάνατος ήπλονεν ήδη τα μαύρα πτερά του και επήρχετο το σκότος, η ανάπαυσις, το τέλος• ο δε θνήσκων, ο αγαθός, ο γενναίος, ο φιλόστοργος γέρων εκίνει αυτομάτως την χείρα όπως προφυλάξη το υποκάμισόν του! Ματαιότης ματαιοτήτων !
'ς την Πύλο πρώτα πήγαινε, 'ς τον Νέστορα τον θείο, κείθε 'ς την Σπάρτη, ς' τον ξανθό Μενέλαο, να ερωτήσης, 285 ότ' ύστερος των Αχαιών χαλκοχιτώνων ήλθε. και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσης, τότε, και ας στενοχωρηθής, υπόμειν' έναν χρόνο. και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσης και ότι εχάθη. γύρισε τότε εις την γλυκειά την γη την πατρική σου, 290 και μνήμα εκείνου σήκωσε, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα δόσε πολλά, και υπάνδρευσε κατόπι την μητέρα. και αμ' ενεργήσης όλ' αυτά, κ' εις όλα δώσης τέλος, 'ς τον νου σου τότε μέτρησε και 'ς της ψυχής τα βάθη, πώς 'ς τα δικά σου μέγαρα να κόψης τους μνηστήραις, 295 είτε με δόλο ή φανερά• και πλειά δεν σε συμφέρει παιδιού να 'χης φρονήματα, μικρός αφού δεν είσαι• και δεν ακούς πώς ο λαμπρός Ορέστης εδοξάσθη 'ς τον κόσμον, ότι εφόνευσεν αυτός τον δολοφόνον Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα; 300 φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω, γενναίος γίν', οι απόγονοι να σε καλολογήσουν. αλλ' ήδη εγώ 'ς τ' ογλήγορο καράβι θα καταίβω, κ' οι σύντροφοί μου αγανακτούν, θαρρώ, 'που περιμένουν. και συ μόνος σου φρόντιζε, και ψήφησε ό,τι σου 'πα». 305
Πώς από σας καμμία Δεν τρέχει τώρα; πώς 'Κεί μέσα εις τα πλεόμενα Δεν ρίχνεσθε καράβια Των πολεμίων; Πώς, πώς της ταλαιπώρου Πατρίδος δεν πασχίζετε Να σώσητε τον στέφανον Από τα χέρια ανόσια. Ληστών τοσούτων; Είνε πολλά τα πλήθη των Και φοβερά εις την όψιν, Αλλ' ένας Έλλην δύναται Ένας άνδρας γενναίος Να τα σκορπίση.
Τότε ο γενναίος Έχτορας το Σκέδη χαντακώνει, 515 άξιο του Περιμήδη γιο, των Φωκιωτών τον πρώτο· κι' ο Αίας τ' Αντηνόρου γιο χαριτωμένο σφάζει, το Λαοδάμα, των πεζών, πιδέξο πολεμάρχη· κι' ο Πολυδάμας γύμνωσε τον Ώτο απ' την Κυλλήνη, των Επειγών το στρατηγό και σύντροφο του Μέγη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν