Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Αλλ' εσιώπησεν, ως διστάζων πόθεν ν' αρχίση. Ο καθηγητής συστείλας τους ώμους και πάλιν, έστρεψε το βλέμμα προς τον ήλιον και είδεν ότι είχεν ήδη κρυφθή όπισθεν του βουνού. — Δεν τα λέγομεν καλλίτερα περιπατούντες; Ώρα να επιστρέψωμεν πλέον. Και ηγέρθη. Ηγέρθη και ο Λιάκος, και οι δυο φίλοι επορεύθησαν προς την πόλιν.
Τότε λοιπόν ας ρίψωμεν έν βλέμμα εις όλας ανεξαιρέτως τας επιστήμας τας οποίας είπομεν, και θα παρατηρήσωμεν ότι καμμία από αυτάς δεν εθεωρήθη ως πολιτική.
Η νέα έσπευσε να προσφέρη αυτή τον μόνον σκίμποδα, όστις ευρίσκετο εν τη καλύβη. Καθίσασα η ξένη έρριψε παρατεταμένον βλέμμα επί της κόρης. Αύτη ησθάνθη ηλεκτρικήν την επίδρασιν του βλέμματος τούτου, και εταπείνωσε τους οφθαλμούς. — Αϊμά, σε λυπούμαι, κόρη μου, είπεν η ξένη. — Διατί με λυπείσθε; είπεν Αϊμά. — Διότι σε αγαπώ, απήντησεν η ξένη. — Και πώς με γνωρίζετε;
Η Λίγεια εφαντάζετο ότι μόνη η ιδέα άλλου έρωτος εκτός του Χριστού ήτο αμάρτημα κατ' Εκείνου και της διδασκαλίας Του. Ενώ έκαμεν αυτάς τας σκέψεις, έβλεπεν ότι ο Βινίκιος την παρηκολούθει με το βλέμμα πλήρες ικεσιών. Τότε η καρδία της επλημμύρει εξ οίκτου, όταν τον επλησίαζε και τον έβλεπεν, όλα ηκτινοβόλουν εις την θέαν του, και ησθάνετο την καρδίαν της πλημμυρούσαν από χαράν.
Και μία χρύσοφρυς ωραία, παχεία χρύσοφρυς, αργυρά, σχεδόν τον είχεν ερωτευθή τον γέροντα και οσάκις, βοσκούσα, διήρχετο κάτωθεν του εξώστου, ίστατο κ' έρριπτε προς τον επάνω κόσμον το χρυσούν βλέμμα της να τον ίδη, τον ηγαπημένον της, εκεί, επί του εξώστου, ρίπτοντα σωρόν τα ψιχία εις τα προσφιλή του κοπάδια.
Ο ιατρός την παρετήρει με βλέμμα πλήρες συμπαθείας. — Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν. — Όγεσκε, απεκρίθη η γραία. Αλλ' η άρνησίς της δεν εξέφραζεν ούτε την δυσαρέσκειαν ούτε την ανυπομονησίαν, μετά της οποίας προ ολίγου απεκρίθη εις του επάρχου την ερώτησιν. — Αδελφός σου,; επανέλαβεν ερωτών ο ιατρός. — Όγεσκε. — Λοιπόν αγαπητικός σου;
Κάθε λέξι της, κάθε βλέμμα της είναι κ' ένα βέλος που περνά την καρδιά του.
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· 320 «Και αν ιερογνώστης ήσουν συ 'ς την μέση των μνηστήρων, συχνά θα παρακάλεσες, θαρρώ, 'ς τα μέγαρά μου, της ποθητής μου επιστροφής η ώρα να μη φθάση, και απ' την γλυκειά γυναίκα μου συ τέκνα ν' αποκτήσης· όθεν τον πικρόν θάνατον δεν θα ξεφύγης τώρα». 325
Αλλά το βλέμμα της νύμφης, καίπερ μειδιών, δεν έλεγε τούτο· εξέφραζε μάλλον οίκτον εκ συγκαταβάσεως και χαρίεσσαν περιφρόνησιν. Μετ' ολίγον δε τω είπε και διά λέξεων τα αυτά περίπου. Η φωνή της ήτο γλυκεία και συμπαθής. Ο Αννίβας ήκουεν αυτήν απλήστως, προσέχων μάλλον εις τον ήχον ή εις την έννοιαν των λέξεων.
Άμα τον έβλεπεν ο Μανώλης, έφευγεν ως αγρίμι και εκραύγαζε κλαίων: — Δε θέλω γράμματα! Δε θέλω! Εφοβέριζε δε ότι, αν ο πατέρας του επέμενε, θα έπεφτε να σκοτωθή εις την παρακειμένην χαράδραν. Και είχε τόσην ειλικρίνειαν εις την φωνήν και τόσην αποφασιστικότητα εις το βλέμμα, ώστε ο Σαϊτονικολής εφοβήθη ότι, αν επεχείρει να μεταχειρισθή βίαν, θα εξετέλει την απειλήν του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν