United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΦΕΡΗΣ Παιδί μου, ήλθα κ' εγώ να κλάψωμε μαζί τη συμφορά σου. Κανείς δεν έχει αντίρρησι πως έχασες γυναίκα, που ήταν καλή και φρόνιμη. Μα τι να κάμης τώρα; Όσω κι' αν είναι δύσκολο, θα το υποφέρης. Δέξου και βάλε της στον τάφο της τα λίγα αυτά στολίδια. Γιατί αξίζει απ' όλους μας να τιμηθή το σώμα εκείνης που απέθανε για να σε σώση εσένα.

Παρ' τον ένα κτύπα τον άλλον! καθώς βλέπω, είπεν ο έμπορος, σφραγίζων την συνδιάσκεψιν, — Έπειτα, αδελφέ, προσέθηκε μετά τινος μελαγχολίας ο φανοποιός, δεν συλλογίζεστε και ταις εκατόν πενήντα κάλπαις; Βάλε 'βγάλε το χέρι μας, θα πιασθούμε ως τα ύστερα. Ας μας λείψη εφέτος αυτή η διασκέδασις. — Ας μας λείψη!

Και ο θείος ο χοιροβοσκός το εσπέρας επανήλθε, ενώ μαζή με τον υιόν ετοίμαζ' ο Οδυσσέας τον δείπνο, με χρονιάρικο θρεφτάρι 'που 'χαν σφάξει. κ' ήλθ' η Αθηνά κ' εκτύπησε τον θείον Οδυσσέα, 455 με το ραβδί και γέροντα τον έκαμεν οπίσω, και ρούχα του 'βαλε πτωχά, μήπως ο χοιροτρόφος, άματα μάτια τον ιδή, γνωρίση τον και τρέξη της Πηνελόπης να το ειπή και δεν το κρύψη ο νους του.

Τώρα έλα βάλε, Πάτροκλε, τα ξακουστά άρματά μου να πας στη μάχη τα παιδιά που λαχταρούν κοντάρι, 65 τι μάβρο σύγνεφο, οι οχτροί, δες! πλάκωσαν τα πλοία βαριά, κι' είναι όλοι οι Δαναοί ρηγμένοι στ' ακροβράχια άκρη άκρη· λίγο κι' ο γιαλός θαν τους χωνέψει πίσω.

Αλλά τι τα θέλεις, η νεότης έφυγε και δεν μεταγυρίζει. Εκατάλαβες, ιατρέ μου; Τώρα αν είμαι εγώ έρημη και μόνη, αυτός δεν μου πταίει εμένα. Εγώ όμως έχω χρέος να μη τον αφήσω εκείνον αβοήθητοντα μαύρα και τα σκοτεινά. Εκατάλαβες; — Μαρία, Μαρία! εφώναξεν ο ιατρός προς την μαγείρισσαν, ανοίγων την θύραν. Βάλε δύο πινάκια ακόμητο τραπέζι. Και στρεφόμενος προς την Κυρά Λοξήν·

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Μα την αγάπην του Θεού, ο νους μου θα μου φύγη! Δεν μένεις εις το σπίτι μου, και όπου θέλεις βόσκε! Δεν χωρατεύω. Σκέψου το. Η πέμπτη πλησιάζει. Βάλε το χέρι ‘ς την καρδιάν και καλοσυλλογίσου. Αν τύχη κ' είσαι κόρη μου, ‘ς τον φίλον μου σε δίδω. Εάν δεν ήσαι κόρη μου, κρημνίσου, πείνα, δίψα, ‘ς τους δρόμους ψωμοζήτευε, και ψόφησε ‘ς τους δρόμους!

Ετούτος ο Βασιλεύς ευθύς εκατέβη από τον θρόνον του, και πιάνει τον Κουλούφ από το χέρι, και τον φέρει εις ένα ξεχωριστόν χοντζερέ του, εις τον οποίον του είπε. Κουλούφ, βάλε τώρα τον εαυτόν σου εις ησυχίαν και μη φοβάσαι πλέον καμμίαν εναντιότητα της τύχης σου.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Πλύνε τα χέρια σου, βάλε το νυκτικό σου· μη φαίνεσαι τόσον χλωμός! Σου το λέγω και πάλιν: ο Βάγκος είναι εις τον τάφον του· δεν ημπορεί να έβγη από το μνήμα! ΙΑΤΡΟΣ Και εκείνον! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘτο στρώμα, 'ς το στρώμα! Κτυπούν την θύραν. Έλα, έλα, έλα, έλα! δος μου το χέρι! Ό,τι έγεινε δεν ξεγίνεται. 'Σ το στρώμα, 'ς το στρώμα, 'ς το στρώμα! ΙΑΤΡΟΣ Πηγαίνει να πλαγιάση τώρα;

Αλλ' ούτος άκαμπτος ως όλοι οι τοκογλύφοι, οι οποίοι νομίζει τις ότι επλάσθησαν επίτηδες δι' αυτό το επάγγελμα, ως οι σκώληκες διά τον βόρβορον, εκίνει αρνητικώς την κεφαλήν, έστρεφεν εδώ κ' εκεί και μόλις έβλεπε πράγμα τι εφώναζεν εις τον κλητήρα με την τραχείαν φωνήν του, ομοίαν προς κρωγμόν αρπακτικού ορνέου: — Βάλε και τη σούβλα· μα πρόσεχε, μπάρμπα-Σπύρο· να, δεν είδες το κουδούνι!. . .

Ο Μανώλης, ενθουσιασθείς, έπιεν εις υγείαν της συντέκνισσας και συνέκρουσε μετ' αυτής το ποτήριον. — Να τα χιλιάσης, σύντεκνε! απήντησεν η Γαρεφαλιώ. Τοιαύται προπόσεις διεσταυρούντο ακατάπαυστα: — Να ζήσ' η νεοφώτιστη! — Απού 'βαλε το λάδι να βάλη και το κλήμα! — Στση χαρές των απάντρευτω! Και ο οίνος εντός ολίγου «κορύφωσε την ευθυμίαν.