United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός Τηλέμαχος του απάντησε με θάρρος• 75 κ' η ίδια Αθήνη του 'βαλε το θάρροςτην καρδία, για τον πατέρα, 'που 'λειπεν, όπως τον ερωτήση, και όπωςτον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη.

Βάλετα 'μάτια σου υαλιά, και 'σάν τον δημοκόπον κάμε πως βλέπεις κάθε τι, και τίποτ' αν δεν βλέπης. — Έλα εδώ! Έλα εδώ! Το 'πόδημά μου 'βγάλε. Τράβα καλά! Τράβα καλά! Την δύναμίν σου βάλε! ΕΔΓΑΡ Τι ανακάτωμα και νου και ασυναρτησίας! Νους μέσ' 'ς την τρέλλαν! ΛΗΡ Άκουσεαν θέλης να με κλαύσης, πάρε τα 'μάτια μου, εσύ. Γνωρίζω ποίος είσαι. Σε λέγουν Γλόστερ. Χρεωστείς υπομονήν να έχης.

Αλλά η φύσις δεν βιάζεται ατιμωρητί. Βάλε Πήλια χιόνος και Όσας πάγων επί ηφαιστείου, το ηφαίστειον, όταν έλθη η ώρα, θα κροτήση, θα βοήξη και θ' αναδώση την λαμπεράν, την βυσσινόχρουν του λάμψιν.

Και πρέπει όλα και παντού να είναι ωραία. Δ ώ ρ α. Τα ακριβά τα ασημικά! Να που θα προσέξη εκείνη! Ασήμι, χρυσάφι, διαμάντια. Αυτά θα της φαντάξουν. Τρέχα. Βάλε όλα τα δακτυλίδια και της αλυσίδες σου. Δανείσου αντίκρυ από την Κιρκασία τα πολύτιμα σερβίτσια της Μ α ρ ί α. Είσαι κακή, Δώρα. Δ ώ ρ α. Και συ μόνο καλλιτέχνις. Μ α ρ ί α. Ξεσκόνισε εκεί τη Μαγδαληνή μου· ξεσκέπασε και την εικόνα εκείνη.

Μα, μάννα· δεν κρένεις καλά, έλεγε ο Ζώης. Δε γλέπεις που δε μας χωρεί τώρα το παλιόσπιτο; Τώρ' αξήσαμαν και θ' αξήσουμε ακόμα με φαμλιά και με δούλους. Πού να ζήσουμ' εδώ μέσααυτό το κοτέτσι όλοι μαζί. Για βάλε με το νου σου πως έχουμε και κάποιο καλό όνομα κι όλας όξω τώρα, και τσότσου παρά 'ςτή σακούλα .... Άσε με να το ρίξω, δεν είνε λόγι' αυτά που λες.

Ηρώτησε λοιπόν ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπον να δώση την δικαιοσύνην και την ευσέβειαν εις τους ανθρώπους· θα τας μοιράσω είπε, και αυτάς με τον ίδιον τρόπον που εμοιράσθησαν και αι τέχναι; Εμοιράσθησαν δε αι τέχναι ως εξής· είς λόγου χάριν που έχει την ιατρικήν τέχνην είναι αρκετός διά πολλούς που δεν την ηξεύρουν, έτσι γίνεται και με τους άλλους τεχνίτας· έτσι λοιπόν θα βάλω και την δικαιοσύνην και την ευσέβειαν μέσα εις τους ανθρώπους ή θα τας μοιράσω εις όλους; θα τας μοιράσης εις όλους, είπεν ο Ζευς, και όλοι να λάβουν μέρος από αυτάς· διότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν πόλεις, αν ολίγοι μόνον λάβουν μέρος από αυτάς, καθώς συμβαίνει εις τας άλλας τέχνας· και βάλε νόμον εκ μέρους μου, εκείνον ο οποίος δεν ημπορεί να λάβη μέρος ευσεβείας και δικαιοσύνης να τον θανατώνουν ως αρρώστιαν της πόλεως.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Βάλετην θήκην το σπαθί, κ' εδώ ειρήνην θέλω· ή καν μεταχειρίσου το και συ, να τους χωρίσης. ΤΥΒΑΛΤΗΣ Κρατείςτο χέρι σου σπαθί, και μου λαλείς ειρήνην! Αυτήν την λέξιν την μισώ, όσον μισώ τον άδην, και όλους τους Μοντέκιδες, και σε! Δειλέ, φυλάξου! ΕΙΣ ΠΟΛΙΤΗΣ Ξύλα, κοντάρια, ρόπαλα! Κτυπάτε τους, κτυπάτε! 'ς τον άνεμον, Μοντέκιδες! 'ς την ζάλην, Καπουλέτοι!

Έλα όμως που ο πόνος της γρηάς για το «φτωχικό» της ήταν μεγάλος και δεν «ήταν τσαρές» για να στρέξη να χτισθή καινούργιο ψηλό σπίτι απάνω του. — Σαν έχς σκοπό να το γκεμίσης, γιε μ', τούλεγεν η γρηά, γρέμσε με κ' εμένατο λάκκο μου μαζί του. Βάλε με να πλακωθώ κ' εγώ αποκάτ' από τη σκέπη του. Άσε με κάνεμ να κλείσω τα μάτια μ' εγώ, και τότες κάμε ό,τι θελς εσύ.

Τ' αντρόγυνο γελαστό, ευχαριστημένο πάντα, κάθησε τότε σ' ένα τραπεζάκι, ο άντρας σφούγγισε τον ίδρωτα από το μέτωπο του, και χτύπησε με το χέρι του: — Βάλε μας μισή οκά, παιδί!.... Παραζεματάει σήμερα ήλιος!... Άξαφνα στο πλάι μου, πίσω από την παράγκα, μου φάνηκε πως άκουσα κάτι σαν αναφυλητό. Έσκυψα λίγο.