Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Και μετά τινας στιγμάς σιωπής: — Θα είσαι η ψυχή της ψυχής μου, θα είσαι το πολυτιμότερόν μου αγαθόν, είπεν ο Βινίκιος με φωνήν πνιγμένην και τρέμουσαν. Αι καρδίαι μας θα πάλλουν ηνωμέναι, θα ζώμεν ομού, θα λατρεύωμεν ομού τον Ιησούν. Ειπέ λέξιν και θα εγκαταλείπωμεν την Ρώμην διά να κατοικήσωμεν μακράν. Και εκείνη, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του ώμου του μνηστήρος της, απεκρίθη: — Καλά, Μάρκε.
— Αλλά, ω Ευθύδημε, του είπα, μήπως και συ δεν παθαίνεις αυτό το ίδιον πάθημα; όσο για μένα ποτέ δεν θα ημπορούσα να αγανακτήσω, αν συνέβαινε να πάθω οτιδήποτε από κοινού μαζί σου και μαζί με τον Διονυσόδωρον αυτόν, τον αγαπημένον μου φίλον· λέγε μου λοιπόν, και σεις, δεν υπάρχουν πράγματα που τα γνωρίζετε, και άλλα που δεν τα γνωρίζετε: Κάθε άλλο, μου απεκρίθη ο Διονυσόδωρος. — Πώς λέγετε; είπα εγώ· δεν γνωρίζετε λοιπόν τίποτε; — Απεναντίας, μου απεκρίθη. — Τότε λοιπόν τα γνωρίζετε όλα. αφού γνωρίζετε κάτι.
Αυθέντη, απεκρίθη ο Κουλούφ, η ιστορία μου είναι κομμάτι μακρυά· μα σαν επιθυμείς να την μάθης θέλω σε ευχαριστήσει.
Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; 65 Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα, σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη. 70 Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω.
Ας είναι του απεκρίθη η βασίλισσα, ημπορείς να υπάγης διά να δώσης αυτήν την ευχαρίστησιν του λαού σου, επειδή και η παρουσία σου είναι πολλά αναγκαία εις το βασίλειόν σου· διότι εγώ ηξεύρω, ότι οι Μογγόλοι σηκώνουν εναντίον σου δυνατόν στράτευμα. Μίσευσε το λοιπόν διά να υπάγης να διαφεντευθής και θέλω έχει και εγώ την επιμέλειαν διά να έλθω να σε εύρω, και να σε βοηθήσω αν λάβης χρείαν.
Αλλά τι είναι λοιπόν αυτά οπού θα είπω, Σιμμία; Εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, θα είπωμεν ότι το καθ' αυτό δίκαιον είναι κάτι τι, ή ότι δεν είναι τίποτε; Θα είπωμεν, μα τον Δία, είπεν ο Σιμμίας, ότι είναι κάτι τι. Και το ωραίον και το αγαθόν, ότι είναι και αυτά κάτι τι; Και πώς όχι; Απεκρίθη ο Σιμμίας.
Ποτέ ο Λιάκος δεν την είδε τόσον εύθυμον. — Δεν το βλέπω τόσον αστείον το πράγμα, είπε μετά πολλής σοβαρότητος. — Με συγχωρείς, απεκρίθη εκείνη, προσπαθούσα να συγκρατήση τον γέλωτα. Με συγχωρείς αν σε προσβάλλω εις το πρόσωπον του φίλου σου, αλλά δεν ημπορώ να τον φαντασθώ ως γαμβρόν και να μη γελάσω. Και ήρχισε πάλιν φαιδρυνομένη.
Τότε ο βεζύρης λέγει· τι σου φαίνεται, Χαλιμά; εσύ έχεις την ιδίαν γνώμην με την γυναίκα εκείνου του πραματευτού· όθεν σου τυχαίνει να πάθης τα ίδια· απεκρίθη η Χαλιμά· παρακαλώ σε, κύριε μου αγαπητέ, να μη σου βαρυφανή αν στέκω εις αυτήν μου την γνώμην· η ιστορία εκείνης της γυναικός δεν δύναται να αλλάξη την απόφασίν μου· εγώ ημπορώ να σου διηγηθώ παρόμοιες ιστορίες πολλές, που να σε καταπείσουν εις την γνώμην μου· όθεν ματαίως κοπιάζεις, και ως είπα, αν δεν με παρουσιάσης εις τον βασιλέα, εγώ λαμβάνω το θάρρος μόνη μου να παρουσιασθώ.
Εκείνοι, επειδή έβλεπαν πως τους κορόιδευε, δεν απαντούσαν εις το κάθε τι που τους ερωτούσε ο Κτήσιππος. αλλά γενικώς επανελάμβανον ότι όλα τα γνωρίζουν διότι απροκαλύπτως πλέον ο Κτήσιππος δεν άφησε τίποτε που να μην τους ερωτά, και τα πλέον γελοία ακόμη πράγματα, αν τα γνωρίζουν· εκείνοι δε με ακλόνητον γενναιότητα αντιμετώπιζαν όλας τας ερωτήσεις, διαβεβαιούντες ότι τα γνωρίζουν, όπως οι κάπροι που πέφτουν μόνοι των επάνω εις τον σίδηρον που τους πληγώνει· ούτως ώστε και εμένα επί τέλους με ώθησεν η απιστία μου να ερωτήσω τον Ευθύδημον, εάν γνωρίζη και να χορεύη ο Διονυσόδωρος. — Μάλιστα, μου απεκρίθη εκείνος. — Όχι όμως βέβαια και να γέρνη τούμπες μέσα σε στημένα μαχαίρια, και να κάμνη τον τροχόν εις την ηλικίαν που ευρίσκεται· ή και μέχρις αυτού του σημείου φθάνει η ικανότης του; — Τίποτε δεν είναι που να μην το γνωρίζη. — Και τα γνωρίζετε όλα τώρα μόνον, ή από πάντα; — Από πάντα, μου απήντησε. — Και όταν ήσαστε παιδιά, και ευθύς που γεννηθήκετε τα ηξεύρετε όλα; — Όλα απήντησαν και οι δύο μαζί.
Ο Αναΐππης έμεινεν εκστατικός εις ετούτα τα λόγια, όθεν ευθύς τρέχει προς τον Μουζαφέρ, και του λέγει· την επάθαμε τη δουλειά. Ο Χουλάς αρνείται να χωρίση την γυναίκα του, τον οποίον τον βλέπω πολλά στερεόν εις την γνώμην του, και λογιάζω μήπως και το κάνει διά να εβγάλη περισσότερα δηνάρια. Ανίσως και είναι έτσι απεκρίθη ο Μουζαφέρης, δος του εκατόν φλωριά, και ας πάη να κάμη τη δουλειά του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν