Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Ο Καλίφης απεκρίθη του ράφτη λέγοντας· πως εγώ είμαι ξένος, και δεν εματάλθα εις ταύτην την χώραν· όθεν μου κάνεις την χάριν να μου δείξης πού κατοικεί. Τότε ο ράφτης είπεν ενός δούλου του, και τον έφερεν εις το παλάτι του Αμπτούλ, το οποίον ήτο κτισμένον με θαυμασιωτάτην τέχνην.
Το ταχύ σηκωνόμενος επήγεν εις την αγοράν, και εκεί ερώτησεν ένα ράφτην διά να του δείξη πού κατοικεί ο Αμπτούλ· Ε! από πού έρχεσαι εσύ, του απεκρίθη ο ράφτης, και δεν ηξεύρεις πού κατοικεί ο Αμπτούλ; το σπήτι του είνε γνωστόν εις όλους περισσότερον από το σαράγι του βασιλέως.
Ο στρατιώτης δεν απεκρίθη γρυ, αλλ' έσφιγγε το όπλον του και εσιωπούσε. Το πλοιάριον εξηκολούθει να τρέχη εμπρός. Ο δε ποντικός έτρεχε κατόπιν και εφώναζε: — Πιάσετέ τον, πιάσετέ τον, δεν έχει διαβατήριον! Πιάσετέ τον!
— Όταν δεν ηξεύρη κανείς τον εαυτόν του, θα ειπή ότι δεν έχει σώας τας φρένας του, μου απήντησεν. — Επομένως, είπα τότε εγώ, το να γνωρίζη καλά κανείς τον εαυτόν του είναι μία απόδειξις ότι ο άνθρωπος αυτός είναι νουνεχής; — Ω, ναι, αυτό να το βεβαιώσω δύναμαι με όλην μου την ψυχήν, μου απεκρίθη.
Ω ουρανέ, εβόησεν ο Βασιλεύς της Θέμπας εις ετούτην την είδησιν, είνε δυνατόν να ζη ακόμη η αγαπημένη μου βασίλισσα, με όλες τες δυστυχίες, που της εσυνέβηκαν; Ω φίλε μου, κατά πως βλέπω είσαι πληροφορημένος διά τα όσα εσυνέβηκαν εις το παλάτι μου· πες μου το λοιπόν σε παρακαλώ ποίος είσαι και πως τα ηξεύρεις; Εγώ, απεκρίθη ο Ρουσκάδ, είμαι ένας ξένος, και εις άλλον καιρόν θέλω σου ειπεί το όνομά μου· το συμβεβηκός με έκαμε να συναπαντήσω την βασίλισσαν την γυναίκα σου, η οποία μου εδιηγήθη τα δυστυχισμένα συμβεβηκότα της· ηξεύρω ακόμη και εκείνα, που σου εσυνέβηκαν σήμερον το ταχύ, με το να μου τα εδιηγήθη ο βεζύρ Αλής, ο οποίος ευρίσκεται μαζί της και σε καρτερούν να γυρίσης να σε ιδούν.
Συμπάθησόν με, απεκρίθη ο περιηγητής, με δίκαιον μεγάλον ημπορούν αυτοί να αμφιβάλλουν, και εσύ ο ίδιος γελιέσαι· οπόταν τελείως ευτυχισμένον με στοχάζεσαι, μία περίληψις που άφησα εις την διήγησίν μου, θέλει σε κάμει καλώτατα να το γνωρίσης· η Γαντζάδα αγαπά πολλά εκείνον τον νέον με τον οποίον την ηύρα υπανδρευμένην εις το γύρισμά μου, και κάνει κάθε τρόπον διά να ευρίσκεται με αυτόν· αυτό το εκατάλαβα πλέον παρά μίαν φοράν· και τούτου η γνωριμία μου επλήγωσε την καρδίαν, με το να την αγαπούσα κατά πολλά και με όλον που δεν αφήκα κάθε τρόπον, που να την αντικόψω από αυτήν την φιλίαν μου εστάθη ανωφελές ό,τι επάσχισα· και από αυτό στοχασθήτε την θλίψιν που έχω, με το να μη με αγαπά πλέον εκείνη, που μου επροξενούσε την ευτυχίαν μου.
Δεν κάνει χρεία να ενθυμούμεθα πλέον τα περασμένα, ω Μουφάκ Αγά, του απεκρίθη ο Κατής, ας αλησμονήσωμεν, σε παρακαλώ, τα όσα απέρασαν ανάμεσόν μας, και με το μέσον του δεσμού που πρέπει να ενώση την θυγατέρα σου με το βασιλόπουλο θέλομεν ζήσει εις τελείαν αγάπην.
Εμπρός του, κάτω από την τράπεζαν, έβαλε τον σάκκον με το δέρμα· επειδή δε το ψωμί και το τυρί δεν του ήρεσαν, επατούσε από το κακόν του τον σάκκον, και το δέρμα έτριζε μέσα. — Τι έχεις μέσα εις τον σάκκον σου; ηρώτησεν ο γεωργός. — Έχω μίαν μάγισσαν, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος· και μου λέγει να μη τρώγωμεν ψωμί και τυρί, και ότι αυτή μας γεμίζει τον φούρνον με ψητόν και με ψάρι και με πήταν.
Αλλά μίαν νύκτα, εκ του στρατοπέδου των πραιτωριανών έφθασεν επί λευκού θυμοειδούς ίππου είς ταχυδρόμος κομίζων την είδησιν, ότι όλοι οι στρατιώται και εν αυτή τη Πόλει ακόμη ύψωσαν την σημαίαν της αποστασίας και ανηγόρευσαν τον Γάλβαν αυτοκράτορα. Ο Καίσαρ εκοιμάτο. Αφυπνισθείς έντρομος από τας φωνάς των γυναικών του, εκάλεσε τους άνδρας της σωματοφυλακής, αλλά κανείς δεν απεκρίθη.
Μου φαίνεται παράξενον, απεκρίθη ο Μουφάχ, ότι το βασιλόπουλον της Βάρσας θα καταδεχθή να στεφανωθή την θυγατέρα μου Ζεμπρούδαν, και ότι εσύ θα είσαι εκείνος που θα θελήσης ετούτο το συνοικέσιον, τον καιρόν που δεν έλειψες να μου κάμης ότι κακόν ημπορούσες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν