United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πες τους πως ο δρόμος που ανοίξανε με το σπαθί τους έβλεπε κατά τα μπρος, και όχι καταπίσω. Στην αληθινή την πρόοδο, όχι στη ψεύτικη τη μίμηση. Πες τους, πως για να σιάξη αυτός ο δρόμος που είνε τώρα πέτρες κι αγκάθια σπαρμένος, χρειάζεται δουλειά και ζωή, όχι ψευτοπερηφάνειες κι ανώμαλα ρήματα. Πες τα όλα, καθηγητή μου, με το καλό, καθώς σου τα λέγω.

Το αηδόνι πήδησε πάλι στο ψηλό του κλαδί και σώπασε. Όταν ήρθε η αυγούλα, η όμορφη χήρα ήτανε ακόμα ξαπλωμένη στη ρίζα του κυπαρισσιού. Και δεν ξύπνησε πια. Ανοίξανε ένα λάκκο δίπλα στον άλλο και τη βάλανε να κοιμηθή κοντά στον καλό της. Το ψηλό κυπαρίσσι σαλεύει λυπητερά πάνω στα ζευγαρωτά τα μνήματα.

Κι' ο Φοίβος τους ξαπόστειλε ένα αγεράκι πρύμο, κι' εφτύς οι νάφτες έστησαν απάνου το κατάρτι 480 και τ' άσπρο ανοίξανε πανί, και το πανί στη μέση απ' τον αγέρα φούσκωσε, και γύρω στην καρίνα αχούσε σαν αρμένιζαν τ' αφροντυμένο κύμα, κι' έτρεχε το καράβι ομπρός οργώνοντας το κύμα.

Ο Αλυφαντής έστριψε το σοκάκι. Ο Παπα-Παρθένης έφτασε στην εκκλησιά, μουρμουρίζοντας· χτύπησε στο κελλί του εκκλησιάρη, τον ξύπνησε κι' ανοίξανε την εκκλησιά. Ο εκκλησιάρης ήτανε μαθημένος από τέτοια ξαφνικά· λαγοκοιμώτανε πάντα. — Και είμαι κι' ανήμπορος, που λες, παιδί μου! Τι να κάνης όμως; Ψυχή ανθρώπου χάνεται! είπε. Μπήκανε στην εκκλησιά.

ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Και μολαταύτα εγώ γλύτωσα. . . Ά! να είσαστε κει πέρα, τη φοβερή εκείνη στιγμή, θα νομίζατε πως όλες οι τρύπες της κόλασης ανοίξανε για να θάψουνε τον κόσμο κάτου από τη φλόγα, πως μας πέσανε κατακέφαλα χίλιες χιλιάδες κεραυνοί, πως μαζευτήκανε γύρο μας όλα τα δαιμονικά και τραβούσανε τις στέγες, και ξεκαρφώνανε τα σίδερα, και λύνανε τους αρμούς από τις μηχανές, πως όλ' οι αγέρηδες τρέξανε κει με τα πιο στριγγά σφυρίγματα τους, πως τα κοράκια όλου του κόσμου μαυρίσανε για μια στιγμή τον ουρανό κρώζοντας θανατερά. . . Πάει το μηχανοστάσιο κ.

Αυτός πρώτος πάλιν ανέπνεε τα πρώτα αρώματα του λευκού αστερίνου άνθους, ανοίξαντος πλέον, κ' εκόμιζε την χαρμόσυνον είδησιν εις το χωρίον κρατών συνάμα και μικρόν κλωνίον διηνθισμένον, ως ζωγραφιστόν, μάλλον εύελπις και από την περιστεράν εκείνην της Κιβωτού. — Ανοίξανε η εληές!

Καθένα με το διάβολό του. Εμένα η γρηά μου δε ήξερε τέτοια πράμματα. Απ' ταυτί και στο δάσκαλο. Καλή της ώρα! — Έτσι που λες, γέρο. Ωστόσο έδωκε ο Θεός και ήρθε η ευλογημένη μέρα. Όταν έπεσε, που λες, στην αγκαλιά μου, έτριβα τα μάτια μου. «Εσύ 'σαι, μωρέ Δημητρό, που απόλαψες τέτοια δόξαΔεν πίστευα και μοναχός μου. Ανοίξανε τα επουράνια... Ένας χτύπος δυνατός ετράνταξε την πόρτα.