United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τώρα δεν μπορώ να νοιώσω, πως δεν το ξαναθυμήθηκ' από καιρό πια... ΑΝΝΟΥΛΑ Μήπως ήρθε μέσα στο μυαλό σου κανένας δράκοντας και σου τόνε σκότωσε το γήταυρο, γιαγιά; ΓΙΑΓΙΑ Φοβητσιάρα, Αννούλα, φοβητσιάρα. Δε θέλεις και πολύ να το πιστέψης αυτό, και το βράδι να μου λες πως βλέπεις δρακόντους στην κάμαρα σου, όπως εδώ και κάμποσο καιρό, θυμάσαι; ΑΝΝΟΥΛΑ Μα τότε δεν έλεγα ψέματα, γιαγιά μου.

Μην κάνεις έτσι Αννούλα μου, παιδί μου. Θα περάση, δεν είναι τίποτα. Είναι της φαντασίας σου. ΑΝΝΟΥΛΑ. Όχι! όχι, δεν είναι της φαντασίας μου. Να, άκου, άκου! Από κει είναι, από κει. Σηκώνεται ύστερα σιγά σιγά και προχωρεί φοβισμένη στο παράθυρο. Να, να! γλυστρά, αυτή η μαυρίλα, γλυστρά πάνου στο δρόμο, και μουγγρίζει, ακούτε πώς μουγγρίζει; — και προχωρεί προς τα εδώ, όλο προς τα εδώ.

Είτανε τόσο αλιώτικη, τόσο φοβερή, σαν κανένα φάντασμα. Γύριζε έτσι απάνου κάτου σ' όλο το σπίτι, κ' είχε το κουράγιο να βγη και στο δρόμο σε κείνη τη κατάντια. Μόλις την είδα, έμεινα. Της λέω, «δε ντρέπεσαι, Αννούλα, νάχης πένθος και να κάθεσαι να στολίζεσαι με λουλούδιαΚαι τι μου απάντησε; «Ίσα, ίσα, αφού έχω πένθος μέσα μου, πρέπει να στολίζουμαι απ' όξω». ΓΙΑΓΙΑ Καημένε και συ.

Τώρα θέλω να το πιστέψης και συ πως ο Σταύρος δε φταίει, όχι δε φταίει, δεν είναι δυνατό να φταίη. Κάτι μέσα μου νοιώθω που μου το λέει. Αννούλα μου αχ! Ναι, ο Σταύρος μας δε φταίει, δε φταίει. Τόσον καιρό σου τάκρυβ' αυτά, για να μη σε λυπήσω. Δεν ήθελα να ξέρης τίποτα. ΑΝΝΟΥΛΑ Και γώ τόσες μέρες τώρα για τον ίδιο λόγο δε σας έκαμα καμιά ερώτηση.

Ο πατέρας σου καθώς είναι άνθρωπος ωμός, χωρίς ποτέ να της πη ένα γλυκό λόγο, της είχε κάμει τη ζωή της μιαν απέραντη μονοτονία. Περίμενε λοιπόν πότε να μεγαλώσης εσύ, για να χαρή κι αυτή τον κόσμο. Πόσες φορές μούλεγε: «Και τι ανάγκη έχω κι αν υποφέρω τώρα; Θα μεγαλώση ο Σταύρος μου και θα καταφέρη τον πατέρα του να μου βγάλη και την Αννούλα από το σκολειό του μοναστηριού.

Μα είμουνα εγώ που πήγα στη μονιά του γήταυρου και είδα τον παραδαρμό του θεριού, κι άκουσα το μούγγρισμά του, και δεν μπορώ ακόμα να ξεχάσω τους δρακόντους που το είχανε αδράξει από το λαιμό και το βασανίζανε. ΑΝΝΟΥΛΑ Γιαγιά μου, έμενα δε μου είπες αυτό το παραμύθι του γήταυρου. ΓΙΑΓΙΑ Αλήθεια, παιδί μου, αυτό τόλεγα πάντα στα παλιά τα χρόνια.

Δεν την άκουγα την τρεμουλιαστή τη φωνή της καθώς τότες που διάβαζε στην τάξη των κοριτσιών. Δεν την είχα πια αντίκρυ μου να με περεχά με το φως της. Είταν κλεισμένη πια τώρα στο σπίτι της, και δεν τη συχνόβλεπε μήτε η Αννούλα. Όχι· την έβλεπα μες στο νου μου, και την είχα πάντα μες στην καρδιά μου.

ΑΝΝΟΥΛΑ Δεν έχω καμιά δυσκολία να σας πω ποιος μου τα είπε• Να, προχτές που πήγα στο σπίτι της Πιπίτσας, είδα και τον αδερφό της, το μεγάλο της αδερφό, τον ξέρετε. Αυτός με ρώτησε για το Σταύρο, χαμογελώντας με πονηριά, αν μας γράφη ταχτικά, αν ξέρουμε πού βρίσκεται τώρα, γιατί δεν ήρθε στο θάνατο της μητέρας και κάτι άλλα τέτοια. Εγώ παραξενεύτηκα γι αυτά και δεν του απάντησα τίποτα.

Ο Φιντής ξαναπιάνει την εφημερίδα του και βυθίζεται στο διάβασμα της. Ησύχασε ξέρεις από κάμποση ώρα η Αννούλα. . Πήγε μέσα στην κάμαρά της, κ' έκλαψε, έκλαψε όσο πια που νανουρίστηκε μονάχη της, κι αποκοιμήθηκε. Την πήρρα κ' εγώ και την έβαλα στο κρεββάτι, και τη σκέπασα να μην κρυώση. θα της κάμη καλό αυτός ο ύπνος. ΦΙΝΤΗΣ Αλλόκοτο κορίτσι αυτό το παιδί!

Κατάλαβε λοιπόν κι ο ίδιος ύστερ' απ' αυτά, πως εδώ μέσα δεν μπορούσε να κάμη, και πήρε τα βρεμένα του έφυγε... Μη μου λες λοιπόν και συ, σαν τη μακαρίτισσα, πως εγώ τον έδιωξ' από το σπίτι μου. Ας πάψω να τ' ακούω αυτό τουλάχιστο... ΓΙΑΓΙΑ Ξύπνησες Αννούλα; Σηκώθηκες κιόλας; Κ' εγώ νόμιζα πως θα τονέ πάρης για καλά το μεσημεριανό σου.