Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Είδα εγώ και βουβάλι που ερωτεύτηκε και, σαν να το κέντησε η μυίγα, εμούγκριζε· και τράγο, που αγάπησε γίδα και την ακολουθούσε παντού. Κ' εγώ ο ίδιος σαν ήμουνα νέος ερωτεύτηκα την Αμαρυλλίδα· και μήτε φαΐ θυμώμουνα, μήτε πιοτό έβαζα στο στόμα μου, μήτε κοιμώμουνα.
Εκείνος εκατάλαβε πως τα είχα σαστισμένα και δεν εσηκώθηκεν από τη θέσι του· μόνον με ακολουθούσε μ' ένα βλέμμα, μελαγχολικό, παραπονιάρικο σαν να μ' έβλεπε στο νεκροκρέβατο. Την άλλη την ημέρα μ' έμπλεξε που επήγαινα με τους ναύτες στην πόλι. Μόλις τον αγνάντεψα ηθέλησα να κρυφτώ· αλλ' από μακριά τόσο προσταχτικό ήταν το νόημά του που τα πόδια αρνήθηκαν ν' ακούσουν τη θέλησί μου.
Κάθε δειλινάκι, χειμών-καλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψη, άφινε την αργατειά της, και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ' αγνάντια του χωριού, που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι' εκεί κάθονταν, κι' αγνάντευε τη στράτα, ως μια ώρα μακρυά, όσο έκοβε το μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τους διαβάτες, που έρχονταν, και μοναχοκουβέντιαζε: — Να! αυτός είναι!
Μ' αυτή τη διδασκαλία, σ' ένα μήνα μοναχά, τον εγύμνασε να κυνηγάη στα μουγγά. Όταν το βέλος του πλήγωνε κανένα ζαρκάδι ή αγριοκάτσικο, ο Χουσδάν χωρίς πεια να γαυγίζη, ακολουθούσε ταχνάρια στον πάγο, στο χιόνι ή στα χορτάρια. Αν πρόφταινε το αγρίμι στα δάση, ήξερε να σημαδεύη το μέρος μαζεύοντας φύλλα.
Άθελα, εκεί που κάθησε να φάη, ακολουθούσε με το βλέμμα του τη Λιόλια που μπαινόβγαινε κ' οι ματιές του ακκουμπούσανε σκεπτικές στα καστανά της τα μαλλιά, που τάχε σηκωμένα πίσω αψηλά σε μια χοντρή πλεξούδα, έπειτα πάλι έπεφταν απάνω στο στενό της το πολκάκι, στα κουμπάκια που σπαράζανε σε κάθε αναπνοή της. . • Κ' η Λιόλια κάθε τόσο έλεγε με μια φωνή χαμηλή και τραγουδιστή : Κυρία Βεργινία ! να σας φέρω τώρα το ζουμί σας ;. . . Να σας κόψω τη μπριζόλα σας ; Να βάλω να ζεσταθή το γάλα σας ή το θέλετε το βράδυ ;. . . Θα του φθάση το φαΐ του Κυρίου Νίκου ή να του ψήσω και δυο αυγά; Πώς να δη ο Νίκος τάσπρα μάτια της Βεργινίας καρφωμένα απάνω στο πρόσωπο του, αφού κύτταζε αλλού ; Τo περίεργο μόνο είναι πως δεν ανταμώθηκαν οι ματιές του απάνω στης Λιόλιας το κορμί, γιατί και της Βεργινίας τάσπρα μάτια περπατούσανε μαζί με τα καμώματα της Λιόλιας και πήγαιναν απ’ τη Λιόλια στο Νίκο και πίσω. . . Ω σκεπτικά μάτια του νέου αγοριού, τί φταίτ' εσείς που γλυκαινόσαστε, σαν ήσαστε πρώτα πικραμένα και τυφλά απ' το σκοτάδι κ' έξαφνα αγναντεύετε ένα λουλούδι γλυκό που σιγοκαμπανίζει μέσα στην αύρα της ψυχής σας;. . . Λάμπει πάλι χρυσός ο ήλιος της νεότητός σας και ξυπνάει η λαχτάρα σας σαν κάποια μοσχοβολιά πούτον κρυμμένη βαθιά-βαθιά κάτω από τους μαραμένους μενεξέδες. . . Κ' η Βεργινία είδε τα μάτια του αγοριού της να γλυκαίνωνται, νανοίγουνε διάπλατα σαν άνθη στον ήλιο, όταν ακκουμπούσαν απάνω στα μαλλιά της Λιόλιας και στα χείλια της τα υγρά κι ανοιγμένα πάντα σαν κόκκινα ανθόφυλλα και στο πολκάκι της με τη σειρά κουμπάκια, και δεν έβλεπε πια τίποτε άλλο απ’ όσα ήτανε γύρω της κι απ' όλη τη ζωή που είχε ακόμα μέσα της κι απ’ όλη την αρρώστια που της είχε ζωσμένο το κορμί της και της τότρωγε – τίποτα ! εξόν αυτό μονάχα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πού θα τη βάλωμε να κοιμηθή, είπε η Βεργίνα του Νίκου, άμα ήρθε το πρώτο βράδυ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν