Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Πήγα δα και στην Αθήνα, σ' εκείνο το &Ιππομαχικό&, και μώδωκαν, λέει, δύο &σφάκελλα& να πάω στο Σοκομείο να παρουσιασθώ στην Πιτροπή· πήγα και στην Πιτροπή, ο ένας ο γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη, κι' αυτοί δεν είξευραν . . . ύστερα γύρισα στο υπουργείο, και μου είπαν: «σύρε 'στο σπίτι σου, κ' εμείς θα σου στείλωμε την σύνταξί σου». Σηκώνομαι, φεύγω, έρχομαι εδώ, περιμένω, περνάει ένας μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω λέει, πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναϊδούν.

Αυτά 'πε, κ' εξεκίνησαν, και, ως έφθασαντα ωραία δώματα, τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον και τον βουκόλον εύρηκαν, 'που κρέατ' ελιανίζαν πάμπολλα και το φλογερό, κρασί τους συγκερνούσαν. ωστόσο μες το σπίτι του τον ήρωα Λαέρτη 365 έλουσε η γραία Σικελή, τον άλειψε και ωραίαν χλαίναν τον περιέβαλε· κ' ήλθε η Αθηνά σιμά του και του ποιμένα των λαών μεγάλυνε τα μέλη, ώστε υψηλότερος πολύ, τρανώτερος εφάνη· και, απ' τον λουτήρα ως έβγαινε, τον θαύμαζ' ο υιός του, 370 άμα τον είδετην μορφήν όμοιον των αθανάτων, και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· «Πατέρα, κάποιος των θεών, θαρρώ, των αιωνίων 'ς τ' ανάστημά σου, εις την ειδή, λάμψιν εχάρισ' άλλην».

Κι απάνω απάνω, απλάδα τριγυρισμένη κι αυτή με λογής λογής δέντρα». Κατόπι παρομοιάζει τα φώλιασμά του με της Καλυψώς τα νησί, και τον εαυτό του με τον Αλκμέωνα, σανέ βρήκε την ησυχία του. Έτσι του άρεσκε πάντα του Βασιλείου να γλυκοπαίζη με ταρχαία τα παραμύθια. Ήρθε τέλος εκεί κι ο Γρηγόριος από την Αθήνα. Μήτ' εδώ όμως δεν έκαμε πολύν καιρό ο Γρηγόριος.

Ο κόπος του ταξειδίου ήτο ανεπαίσθητος, παραβαλλόμενος προς τας ανησυχίας, τας οποίας εδοκίμαζεν ήδη από των τόσων διαδόσεων και από των πολλών των άλλων γυναικών παροτρύνσεων. — Τι κάθεσαι; της έλεγεν η μία. — Ακόμα εδώ είσαι; της έλεγεν η άλλη. — Ο Λαλεμήτροςτην Αθήνα, μέσατα χρυσά παλάτια, και συ κάθεσαι ακόμα; επανελάμβανον τα στόματα του χωρίου όλα.

— Α δεν έχω γω, ποιος θάχει!! Στο τράβηγμα της ομιλίας, ο μάγειρας άρχισε να συμβουλεύεται το Ρένα πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει καλλίτερα τα χρήματά του έξω, γιατί σε λίγους μήνες θάπαιρνε τη σύνταξή του. — Δε ξέρω, είπεν, αν με συμφέρει καλλίτερα ν' ανοίξω στον Περαία καμιά ταβέρνα, ή στην Αθήνα κανένα ζαχαροπλαστείο. — Γιατί ζαχαροπλαστείο;

Δεν ενθυμούμαι ποίος φιλόσοφος έλεγεν εις τους κατοίκους της πρωτευούσης σας, Ω Αθήνα πρώτη χώρα, Τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα!

ΙΩΝ Πηγαίνω• μ' απ' την τύχη μου ακόμα λείπει κάτι: εκείνην που μ' εγέννησεν, αν δεν ευρώ, πατέρα, θαν' η ζωή μου άχαρη• κι' αν πρέπει μια ευχή να κάνω, θάνε η μάννα μου να είνε απ' την Αθήνα, νάχω τουλάχιστο απ' αυτή το θάρρος του πολίτη• γιατί όποιος κι'αν βρεθή ποτέ σε ξένη πόλι ξένος, όσο κι'αν γίνη νόμιμος πολίτης, πάντα μένει δούλος στη γλώσσα και ποτέ δεν πρέπει να μιλή. ΣΚΗΝΗ ς'.

Να ζήσετε και να γεράσετε... Δεν ήξερε τι έλεγε από τη χαρά του ο Μαστρο-Γιαλής. Τα μάτια του ήτανε δακρυσμένα και τα σκούπιζε με τη μεγάλη κόκκινη μαντήλα, σαν ν' αποχαιρετούσε τα παιδιά του. — Ώρα καλή, Μοναχάκη, ώρα καλή Αθηνά! Σε λίγο, μόνο τα πανιά της «Αθηνάς» ασπρογυάλιζαν μακρυά, στον πρωινόν ήλιο.

ΚΡΕΟΥΣΑ Ε, ξέρεις τι θα κάμης, συ; απ' το δικό μου χέρι να πάρης το παληό χρυσό της Αθηνάς στολίδι, και τράβα εκεί που ο άνδρας μου κάνει κρυφές θυσίες• και σαν τελειώση το φαΐ, και θέλουν για να κάμουν εις τους θεούς σπονδές, εσύ, κρυμμένο έχοντας τούτο στο φόρεμά σου, ρίξε το στου νέου το ποτήρι, μα στο ποτήρι μόνο αυτού, και όχι και στων άλλων,— 'ς αυτόν μονάχα, που θα' ρθη το σπίτι μου να πάρη• κι' απ' το λαιμό του σαν διαβή, ποτέ δεν θα πατήση στην ένδοξην Αθήνα μας, και θα πεθάνη εδώ!

Να κεφάλι!.. είπε δείχνοντας με τη χερούκλα του το φοιτητή. Τόσος λαός εδώ και δεν ξέρει τι κάνει· ήρθε του λόγου του να μας βάλη μυαλό. — Όχι να σας βάλω μυαλό· είπε ο Τσαϊπάς δειλά· να ειπώ το σωστό. — Το σωστό! εφώναξε αγριοκυττάζοντάς τον ο Αρλετής, το σωστό! που τόβρες, μωρέ, το σωστό... Μην τόφερες απ' την Αθήνα μαζί με τα κολλαράκια σου!

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν