Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Ότι την έστειλ' η θεά ασπραγκαλιάρα Ήρα, Ίσια 'γαπώντας και τους δυω, και προστατεύοντάς τους. Εστάθ' οπίσω· κ' έπιασεν απ' τα ξανθά μαλλιά του Τον Αχιλλέα, προς αυτόν φαινόμενη μονάχα· Αλλ' όμως από τους λοιπούς δεν έβλεπε κανένας· Ξιππάσθηκεν ο Αχιλεύς· γύρισ', κ' ευθύς εγνώρισ' Την Αθηνά, και τρομερά τα μάτια της τον φάνκαν. Και δα φωνάζοντας αυτήν, λόγους είχε φτερώτους·
Το ίδιο κ' ένα έθνος θα δυναμώση, σαν το θρέψης με τα κόκκαλα τα ιερά της Ιστορίας. Και τι βγαίνει απ' αφτά που λέμε; Βγαίνει τάχατες πως πρέπει να κάνουμε σαν τον Ιουστινιανό, και να βάλουμε στο ράφι την Αθήνα; Ο θεός φυλάξη! Ο αγαπητός μου ο Ν. Γ. Πολίτης έδειξε στον Αγώνα του Λαμπρίδη , πως τόνομα «Έλλην» έχει και στο μεσαιώνα, έχει και στο Βυζάντιο, τα περγαμηνά του.
Το ξέρω τι θα μου πης· πως «να πάμε μια στην Αθήνα, και βλέπουμε». Με το καλό, θα πάμε και στην Αθήνα· και θα τους δούμε αυτούς τους δύο τρεις που συλλογιέσαι, και θα τους ρωτήξουμε αν ο κόσμος δεν τους ονομάζη &ζεβζέκηδες!& Κάθε Ρωμιός τη δουλειά του την κοιτάζει απατός του, και τη δουλειά του τόπου του βάζει πλερωμένους γραμματικούς και του την κοιτάζουν.
— Δεν είνε αυτή η Αθήνα πούξερα μια φορά! Έλεγε στην ψυχοκόρη της συχνά, την ώρα που πηγαίνανε να κοιμηθούνε. Όλα αλλάξανε. Και τόπος και ανθρώποι. Χάλασε ο κόσμος! Κι' αλήθεια είχε αλλάξει η Αθήνα. Κανένας δε γύριζε να κυττάξη την Ταρσίτσα, ούτε στο σπίτι, απ' τους φίλους που ερχόντουσαν τις χρονιάρες μέρες να χαιρετήσουνε τον παπά, ούτε στο παράθυρο, ούτε στο δρόμο.
Τη Θήβα, επειδή τη βρήκαν καλά τοιχογυρισμένη, και την Αθήνα πάλι, επειδή φαίνεται πως οι κάτοικοι της είχαν την γνώση και τον πιάσανε με το καλό· όμως αναφέρθηκε κι άλλος λόγος, πως μπαίνοντας δηλαδή ο Αλαρίχος αγνάντεψε στα τειχίσματα την Αθηνά αρματωμένη καθώς φαινότανε στ' αγάλματα, και τον Αχιλλέα καταπώς τον παρασταίνει ο Όμηρος σαν πολεμούσε τους Τρωαδίτες, και πως φοβηθέντας έστειλε κήρυκα και ζήτησε ειρήνη.
Δάγκασε τη γλώσσα σου και μη βλαστημάς, Διονυσόδωρε, του είπα· μη με προπαίρνης έτσι άδικα· έχω και βωμούς και θυσίας ιδικάς μου και πατρικάς και απ' όλα αυτά που έχουν και οι άλλοι Αθηναίοι. — Και πώς λοιπόν; οι άλλοι Αθηναίοι δεν έχουν Δία πατρώον; — Δεν το έχουν καθόλου αυτό το επώνυμον οι Ίωνες, ούτε όσοι έχουν αποικήση από αυτήν την πόλιν, ούτε ημείς οι ίδιοι οι Αθηναίοι· έχομεν απλώς Απόλλωνα πατρώον, επειδή αυτός θεωρείται πατήρ του Ίωνος· ο Ζευς όμως δεν καλείται παρ' ημίν πατρώος, αλλά έρκειος και φράτριος, όπως και η Αθηνά φρατρία. — Αυτό αρκεί, είπεν ο Διονυσόδωρος· έχεις λοιπόν, καθώς φαίνεται, Απόλλωνα και Δία και Αθηνάν. — Έχω πράγματι. — Αυτοί λοιπόν δεν είναι θεοί δικοί σου; — Ιδικοί μου πρόγονοι, του απήντησα εγώ, και δεσπόται. — Αλλ' οπωσδήποτε δικοί σου· ή δεν το ωμολόγησες προ ολίγου; — Ναι, το ωμολόγησα· τι να κάμω; — Αυτοί δε οι θεοί δεν είναι και ζώα; διότι ωμολόγησες ότι όσα έχουν ψυχήν είναι ζώα· ή μήπως αυτοί οι θεοί δεν έχουν ψυχήν; — Έχουν, του είπα, — Είναι λοιπόν και ζώα. — Μάλιστα. — Λοιπόν, έλεγες ότι εκείνα είναι ζώα δικά σου, που ημπορείς να τα δώσης, να τα πουλήσης και να τα θυσιάσης σε οποίον θεόν θέλεις. — Ναι, το ωμολόγησα, Ευθύδημε· διότι δεν μου επιτρέπεται πλέον ν' αποσύρω τον λόγον μου. — Έλα τώρα λοιπόν λέγε μου· αφού ισχυρίζεσαι ότι είναι δικός σου ο Ζευς και οι άλλοι θεοί, είναι επομένως εις την εξουσίαν σου να τους πουλήσης, ή να τους δώσης ή ό,τι άλλο θέλεις να τους κάμης, όπως και τα άλλα ζώα;
Τέτοιος μας ήρθε μια φορά κάποιος του Πυθαγόρα, χλωμός, χλωμός, ξυπόλυτος· μας έλεγε πως ήταν απ' την Αθήνα. Κ' ήταν δα κι αυτός ερωτευμένος, όμως, θαρρώ, με το φαΐ. ΑΙΣΧΙΝΗΣ Εσύ μου χωρατεύεις, μα έμεναν' η Κυνίσκη μου με βρίζει τον καϊμένο και μούρχεται να τρελλαθώ. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Έτσ' ήσουν πάντα, Αισχίνη, θυμώνεις κι αφαρπάζεσαι καλά του καθουμένου κι όλα τα θες όποτε θες. Μα πες μου, τι καινούργιο;
Λοιπόν τι πρέπει να γίνη, ω Ερμή και Ήρα και Αθηνά; Πρέπει να σκεφθήτε και σεις. ΕΡΜ. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να συνέλθωμεν όλοι και από κοινού να σκεφθώμεν. ΗΡΑ. Και εγώ συμφωνώ με τον Ερμήν.
Έμεινε έτσι κάμποση ώρα, αγκαλιάζοντας με το μάτι την «Αθηνά», που σάλευε, γερόντισσα ετοιμοθάνατη, μέσα στη σκιά, σαν να ψυχομαχούσε. — Να πάμε, Μοναχάκη, είπε ο Μελιγκόνης, θα κρυώσης. — Άφησε τους, Μελιγκόνη, να τα πούνε. Άφησε τους να τα πούνε με την «Αθηνά», είπε σιγαλά ο λοστρόμος. Έχουν ανοίξει κουβέντα, μεγάλη κουβέντα. Ποιος ξέρει αν θα ξαναϊδή ο ένας τον άλλον! Μεγάλη κουβέντα!
Εκατοστές καλλιτεχνήματα ξεσκούπισε από την Αθήνα κι απ' άλλους ναούς, και τάστελνε στην ξεγυμνωμένη του Ρώμη. Στους Δελφούς πάλε, που τόλμησε η Πυθία να τον ονομάση Ορέστη, που σκότωσε τάχα τη μάννα του, κατάργησε και το Μαντείο, αφού έσφαξε κάμποσους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν