Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Οι Τούρκοι όμως ετήρουν αυθάδη απάθειαν και ως να μη έδιδαν προσοχήν εις τας εχθρικάς εκδηλώσεις, τας οποίας έβλεπαν γύρω των, εδείκνυαν και διαθέσεις να λάβουν μέρος εις τον χορόν. Μετ' ολίγον όμως τους επλησίασεν ο προεστός Αέρας, ο οποίος, αφού τους εκαλισπέρισεν, είπε: — Δε μου λέτε, αγαδάκια, είντά 'ρθετε επαέ να κάμετε; — Ήρθαμε να χορέψωμε, απήντησεν είς εκ των Τούρκων.

Όμως, αδρέφι, εσένα αφτά σου σύσταινε ο Μενοίτης 765 τότες που σ' έστελνε οχ τη Φτιά να πας στον Αγαμέμνο, κι' είμαστε μέσα εμείς, εγώ κι' ο θεϊκός Δυσσέας, κι' όλα καλά τ' ακούγαμε σα σ' τάλεγε στον πύργο. Τι ήρθαμε στου Πηλέα οι διο τ' αρχοντικό, ζητώντας στρατό μες στην πολύβοσκη να μάσουμε Αχαιΐδα. 770 Μέσα λοιπόν εκεί ήβραμε τον αρχηγό Μενοίτη, ήβραμε εσένα, κι' έστεκε σιμά σου ο Αχιλέας.

Μα ας νιώσει πια η ψυχή σου μια στάλα πόνο και σπλαχνιά. Σεβάσου την καλύβα 640 που να μας σώσεις ήρθαμε στη στέγη σου από κάτου, εμείς π' απ' όλους είμαστε πιο φίλοι σου κι' αδρέφια

Ήρθαμε στην πηγή για να πιούμε, όχι να γείνουμε πλάτανοι και να ριζώσουμε δίπλα της. Τώρα πρέπει να κατεβούμε το ρέμα, να μπούμε στον ποταμό, να πάμε στο πέλαγο. Πρέπει να δούμε τη μεγάλη τη Ρωμιοσύνη. Την είδαμε, θα πης, χίλιες φορές με τα μάτια μας. Μα αυτό δε σημαίνει. Ο σκοπός είναι με &κλειστά μάτια& να τηνε δούμε, με το νου μας να τηνε δούμε τη Ρωμιοσύνη. Τα μάτια πλανεύουνε.

Τα έξοδά μου στο δρόμο θα τα οικονομήσω μαζεύοντας βότανα, χορτάρια, κι' αγριολάχανα, κι' όποια χριστιανή βρω κ' έχη το παιδί της άρρωστο, ή τον άνδρα της, θα της κάμω ψευτογιατρικά να βοηθήσω τον άνθρωπό της, να την υποχρεώσω . . . Μπορείς εσύ; Βαστούν τα κότσια σου; — Τι θα κάμω; μπορώ, δεν μπορώ, απήντησεν η Πορταΐταινα. Καλλίτερα να πάμε συντροφιά, όπως ήρθαμε. Κ' εξεκίνησαν.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Να τον, έρχεται· θα στείλω να φέρω την κόρη μου για να του δώση την χείρα της. Κύριε, ήρθαμε να υποκλιθώμεν εμπρός στην υψηλότητά σας σαν φίλοι που είμαστε του κυρίου πεθερού σας και να σας διαβεβαιώσωμε μετά σεβασμού ότι είμαστε ταπεινοί σας δούλοι.

Μα κι' έτσι εγώ όμωςκαι πεζόςδοξάστηκα στη μέση 720 των αμαξιών, τι η Αθηνά μούδωκε αντριά και θάρρος. Κι' έχει ένα Μίνιο ποταμό, που δίπλα της Αρήνας πάει στο γιαλό· με τ' άτια εκεί προσμέναμε να φέξει, κι' άλλοι πίσω πλάκωναν, οι λόχοι των πεζώνε. Σύψυχοι την αβγή από κει με τάξη αραδιασμένοι, 725 κρατώντας τ' άρματα, ήρθαμε ως στου Ρουφιά το ρέμα.

Κι' άρχισε πρώτα ο Ποσειδός ναν του μιλάει και τούπε «Μη φέβγεις, του Πηλέα γιε, και μην παρατρομάζεις, τι τέτιοι εμείς θεοί ήρθαμε βοηθοί σου εδώ στον κάμπο με στέρξιμο του Δία, εγώ κι' η Αθηνά η Παλλάδα. 290 Έτσι δεν είναι η μοίρα σου ποτάμι να σε πνίξει, Μον τώρα θα λουφάξει αφτός, κι' εσύ θα σύρεις πίσω. Τώρα να πιά 'ναι η συβουλή που θα σου πούμε, κι' άκου.

Και έσκυψε κάμποσο για να μπη μέσα ένας χωρικός, σαραντάρης άνδρας, ψηλός, πλατύστηθος, στιβαρός, ο γνωστός Μανάρας, λαθρέμπορος, φημισμένος για την αφοβία και για την τέχνη του να γελά την εξουσία. Είχε μαζή του έναν βοηθό και το παιδί του, το Βαγγελάκι. — Πολύ αργήσατε, είπεν ο γούμενος. — Δε λες πως ήρθαμε! είπεν ο χωρικός. — Πώς μαθές; αρώτησεν ο γούμενος.

Καλά που ήρθαμε και το στρώσαμ' εδώ, είπεν ο Νικολός· εάν κανέν' απ' αυτά τα κοριτσάκια τώρα εξεθάρρευε ν' ανεβή παραπάνω, ή αν ταις ήρχετο να παν να προσκυνήσουν ως την εκκλησιά — ή αν ταις είχε δώσει παραγγελία η μαννού τους ν' ανάψουν τα καντήλιαπου προλάβαμε ημείς και τ' ανάψαμεβέβαια θα μας έβλεπαν να σκάβουμε 'κει απάνω.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν