Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Καλά! είπ' εκείνος και γύρισε το κεφάλι του απ' την άλλη μεριά. Ο Βαγγέλης έσκυψε και του άλλαζε τα βρεμμένα πανιά. Η Ασημίνα έγυρε πάλι το πρόσωπό της απάνω στα γόνατά του και το σώμα της ανεβοκατέβαινε από κάποια βουβά αναφυλλητά.

Κι' απ' όλα αυτά τα ονείρατα κι' από τους πόθους όλους Εφύτρωσε έναν Αύγουστο, σαν παραδείσου κρίνος, Που εγιόμωσε όλαις ταις καρδιαίς απ' τη μοσχοβολιά του. Την είδε ο ήλιος την αυγή που πρόβαλλε, 'ςτήν πλάση Κ' έσκυψε και την φίλησε κι' απ' το φιλί του εκείνο Έβαψαν τα μαλλάκια της χρυσά, γιομάτα λάμψι.

Δεν τον είδες πώς παραμιλεί πάντα του; με τις νεράιδες μιλεί. — Και τα χέρια του γιάντα τρέμουν ετσά; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Λένε πώς εσκότωσε μια σουρσουράδα. Λένε πως όποιος σκοτώση, λέει, σουρσουράδα τρέμουν ύστερα τα χέρια του σαν την ορά τση. Όταν εχωρίσθησαν, είχε νυκτώσει εντελώς και η Πηγή καλονυκτίζουσα τον Σαϊτονικολήν, έσκυψε με ταχύ κίνημα κ' εφίλησε το χέρι του.

Αλλ' όταν έσκυψε μέσα εις το χάσμα και είδε το σκότος και εγώ, βλέπων ότι εδίσταζε, τον εδάγκωσα με το κώνειον και τον έσυρα από το πόδι κάτω, ήρχισε να κλαίη σαν παιδί και εθρήνει διά τα παιδιά του και δεν ήξευρε πλέον τι έλεγε και τι έκανε. ΜΕΝ. Ήτο λοιπόν ψευδοφιλόσοφος και δεν ήτο αληθινή η περιφρόνησίς του προς τον θάνατον;

Ο Τσαϊπάς σήκωσε το κεφάλι περήφανα. Τ' έκαμε λέει; Όχι θα σταθή, θ' αντιμιλήση, θα τα βάλη μ' όλους ως που να τους ξεστραβώση. Μα δε μπόρεσε να βγάλη λέξη· στόμα είχε, μιλιά δεν είχε. — Πάμε του ξανάειπε ο Σταθόπουλος. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι, σούφρωσε τα φρύδια του, άφησε να τον σύρη ο φίλος του. — Ήλιος! φώναξαν δυοτρία παιδιά στο διάβα του.

Έλα· πάμε! ξανάειπε ο νιος· έχε γειά, μάννα· έχετε γειά!. . . Έσκυψε και φίλησε το χέρι της γριάς. Έσκυψε κ' η Ζαφείρω λούστηκαν κ' οι δυο στα δάκρυα. — Σύρτε στο καλό ... σύρτε στο καλό ... ευχήθηκε η Μητροκούλενα. Κίνησε το αντρόγυνο στο δρόμο του: μπροστά ο άντρας με τη φλοκάτα στον ώμο και στον άλλο το γκραδάκι του· πίσω η λεβεντονιά σφουγγίζοντας τα δάκρυα.

Πηγαίνοντας στην κάμαρη της να κοιμηθή, είδε φως στο μικρό καμαράκι που είχε το γιατάκι της η Αννίτσα. — Δεν κοιμήθηκες ακόμα; της είπε. — Ακόμα, ψυχομάννα, είπε η Αννίτσα με μουδιασμένη φωνή. Η Ταρσίτσα έσκυψε στο τζάμι του παραθυριού, που άνοιγε στο στενό πέρασμα. Την είδε πούπλεκε τα μαλλιά της μπροστά σ' ένα μικρό στρογγυλό καθρεφτάκι, ακουμπησμένο απάνω στο καντηλιέρι.

Μετ' ολίγον ο Κλεόδημος έσκυψε προς τον Ίωνα και του είπε• Βλέπεις τον γέρονταενόει τον Ζηνόθεμιν, διότι ήκουα τα λεγόμεναμε τι λαιμαργίαν τρώγει κι' εκαταλέρωσε το φόρεμά του με ζουμιά. Δεν αρκείται δε μόνον να τρώγη, αλλά δίδει και εις τον υπηρέτην του που στέκει πίσω και νομίζει ότι δεν τον βλέπουν• λησμονεί ότι είνε και άλλοι δίπλα του. Δείξε τον και εις τον Λυκίνον διά να είνε μάρτυς.

Η πλόσκα μας δεν είταν άδεια ποτές. Πρι να το φέρω όμως, πρόλαβα κ' έχυσα μέσα και λίγο σπίρτο. Το κρασί έπρεπε να δουλέψη γλήγορα, πρι νάρθη ο γέρος, κι άλλο τρόπο δεν είχε. Τακ τακ έκανε η καρδιά μου να μην έρθη και χτυπήση πρι να μεθύσουνε. Δεν αργίσανε να τα χάσουν. Ο ένας έσκυψε το κεφάλι του μπρος, ο άλλος τόρριξε πίσω και κοίταζε το ταβάνι μουρμουρίζοντας μισά λόγια. Ανοίγω την πόρτα.

Κοίταζε τις φιγούρες που περνούσαν στο μονοπάτι μπροστά του, μήπως καμιά τού ήταν γνωστή, και πράγματι, ξαφνικά έσκυψε κλείνοντας τα μάτια όπως τα μικρά παιδιά, όταν θέλουν να κρυφτούν. ΄Ενας άντρας κάπως ατημέλητος, καβάλα σ’ ένα μαύρο άλογο, ανέβαινε αργά, καλυμμένος ολόκληρος με ένα καπότο από ορμπάτσε με φόδρα από σκαρλάτο.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν