United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και της έπιασα το χέρι και μου φάνηκε πως ο κόσμος είτανε δικός μου. ................................................................. Κομματάκια! κομματάκια! κομματάκια! ................................................................. Όχι! όχι! Δε θέλω ακόμη· έπρεπε πάντα να συλλογιούμαι το περιβόλι με τη χαρά του. Μου έρχεται ησυχία σαν το θυμούμαι. Αλήθεια που έφεγγε τότες πολύ!

Η πλόσκα μας δεν είταν άδεια ποτές. Πρι να το φέρω όμως, πρόλαβα κ' έχυσα μέσα και λίγο σπίρτο. Το κρασί έπρεπε να δουλέψη γλήγορα, πρι νάρθη ο γέρος, κι άλλο τρόπο δεν είχε. Τακ τακ έκανε η καρδιά μου να μην έρθη και χτυπήση πρι να μεθύσουνε. Δεν αργίσανε να τα χάσουν. Ο ένας έσκυψε το κεφάλι του μπρος, ο άλλος τόρριξε πίσω και κοίταζε το ταβάνι μουρμουρίζοντας μισά λόγια. Ανοίγω την πόρτα.

Ο δαίμονας της εργασίας με κυρίεψε με τόση δύναμη, όπως ποτέ άλλη φορά, και δε μ' ενοχλούσε άλλο τίποτε κι άλλος κανείς από το Σβεν. Γιατί είταν ο μόνος, που δεν μπορούσαμε να τονέ συνηθίσουμε πως ο μπαμπάς πρέπει να έχη την ησυχία του, όταν εργάζεται. Άνοιγε την πόρτα σα να ήθελε να δείξη πως εννοούσε πως έπρεπε να βασιλεύη ησυχία.

Σιγά σιγά όμως γύρισε στην πραγματικότητα. Της φάνηκε ότι έσβησε η φλόγα και το αίμα σταμάτησε να χτυπά με βία μέσα στις φλέβες της. Ντράπηκε για την ονειροφαντασιά της. Θυμήθηκε την υπόσχεση που έδωσε στη γριά: «όλα θα πάνε καλά». Προσπάθησε να βρει τις λέξεις που έπρεπε να πει στον ανιψιό της για να τον πείσει να μπει στο σωστό δρόμο και να παντρευτεί την Γκριζέντα.

Μάταια είπε, πως οι θελήσεις είναι ελεύθερες και πως δεν ήθελε ούτε τόνα ούτε τάλλο· έπρεπε να διαλέξη· αποφάσισε εν ονόματι του θείου δώρου, που ονομάζουν ελευθερία, να ραβδισθή τριανταέξ φορές και έφαγε τις δυο. Το σύνταγμα είχε δυο χιλιάδες άντρες. Έφαγε λοιπόν τέσσερις χιλιάδες ξυλιές, που απ' το σβέρκο ως τον πισινό του ξεγύμνωσαν όλα τα ποντίκια και τα νεύρα.

Μα για κακή μας τύχη μήτε οι Γότθοι δεν είταν αρκετοί, κ' οι Σλάβοι κατόπι σκορπιστήκανε σ' εξοχές και σε χωράφια, κι όχι μέσα στις πολιτείες, και έτσι δεν ωφελήθηκε ίσως ο τόπος όσο έπρεπε από δαύτους. Ο ξένος έχει μονάχα φόβο σαν κατεβαίνει και ξεσκουπίζει απ' άκρη σ' άκρη το ντόπιο στοιχείο, και μάλιστα το κυβερνητικό του μέρος.

Παρέστησεν ημίν Βενέδικτον τον θ', Γρηγόριον ς' και Συλβέστρον τον γ', συγχρόνους Πάπας, τρικέφαλον Κέρβερον, αλλήλους αφορίζοντας και δι’ αίματος πλημμυρίζοντας την Ιταλίαν• τον Ζαχαρίαν καταδικάζοντα εις τας φλόγας τους γεωγράφους, οίτινες εδίδασκον την ύπαρξιν αντιπόδων, διότι εν τω πλήθει της σοφίας του, ίνα υπάρχωσιν αντίποδες έπρεπε και οι δύο ήλιοι και σελήνη διπλή να υπάρχη• τον Στέφανον ζ', αισχρόν τυμβωρύχον, εκθάπτοντα τον νεκρόν του προκατόχου του Φορμόσου, σύροντα το σαπρόν σώμα ενώπιον συνόδου και υποβάλλοντα αυτό εις γελοίαν και βδελυράν ανάκρισιν• Ιωάννην τον κβ' κατατρίβοντα τον βίον εις αναζήτησιν της φιλοσοφικής λίθου και τέλος ανευρίσκοντα αυτήν διά της συντάξεως πίνακος, ενώ εσημειούτο ακριβώς η τιμή της αφέσεως παντός αμαρτήματος, φόνου, κλοπής, βιασμού, φαρμακείας ή άλλου• Ιούλιον τον γ' νέον Καλλιγούλαν, αναγορεύοντα εν μέσω ποτηρίων και γυναικών τον πίθηκα αυτού Καρδινάλιον και Ιωάννην τον ιβ', απλούντα τους τάπητας της Αγ.

Είχεν εκ της Μελίσσης δύο υιούς, τον μεν δεκαεξαετή, τον δε δεκαοκταετή. Τούτους ο προς μητρός πάππος των Προκλής, βασιλεύς της Επιδαύρου, προσεκάλεσε πλησίον του και τους επεριποιείτο όπως έπρεπε, καθότι ήσαν υιοί της θυγατρός του.

Τότε εσηκώθηκεν αυτή, που εκάθητο σιμά εις εκείνον τον βδελυρόν και μαύρον αράπην αγαπητικόν της, ωσάν μία λάμια θυμωμένη εναντίον μου, και λέγει μου· αχ σκληροκάρδιε και απάνθρωπε· εσύ είσαι εκείνος που μου επροξένησας τόσας λύπας και αναστεναγμούς; εκαμώθηκα έως τώρα ότι δεν ηξεύρω· το σκληρόν και απάνθρωπόν σου χέρι είνε εκείνο, που κατήντησε το υποκείμενον της αγάπης μου εις τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν και τώρα λαμβάνεις τόσην αυθάδειαν να έλθης και εδώ να με ενοχλήσης και να με φέρης εις τελείαν απελπισίαν; Εγώ θυμωμένος της απεκρίθηκα· εγώ είμαι βέβαια που ετιμώρησα αυτόν τον βρωμερόν αράπην ως του ήρμοζεν αλλ' έπρεπε με τον ίδιον τρόπον να τιμωρήσω και εσένα· δεν δύναμαι πλέον να υπομείνω την αυθάδειαν και αδιαντροπίαν σου, και εσήκωσα το σπαθί διά να την αποκεφαλίσω.

Ενδυομένη και διατάττουσα μερικά οικιακά τα όποια έπρεπε να εκτελεσθούν κατά την απουσίαν μου, ελησμόνησα να δώσω ψωμί εις τα παιδιά διά να δειπνήσουν, και δεν θέλουν να τους το κόψη κανένας άλλος παρά μόνον εγώ. — Της έκαμα κάποιο μικρό φιλοφρόνημα· ολόκληρος η ψυχή μου ανεπαύετο επί του αναστήματος του τόνου, του τρόπου της και μόλις έλαβα την ευκαιρίαν ν' αναλάβω εκ της εκπλήξεώς μου όταν έτρεξεν εις το δωμάτιον διά να πάρη τα γάντια της και το ριπίδιον.