United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη υποφέρων να βλέπω ταύτα, τους κατέκρινα, αποκαλύπτων την αγυρτείαν αυτών και τους διέκρινα από σας• ενώ δε σεις έπρεπε να με τιμάτε διά ταύτα, με εισάγετε εις δίκην.

Δεν έπρεπε να εκλέξουν ειμή ολίγους στρατηγούς έχοντας πάσαν πληρεξουσιότητα και να υποχρεωθούν προς αυτούς μεθ' όρκου ότι θα τους άφηναν να τους διοικούν όπως ήθελαν· τοιουτοτρόπως δε παν ό,τι έπρεπε να μείνη κρυπτόν θα έμενε κρυπτόν, και τα πάντα θα παρεσκευάζοντο μετά τάξεως και προθυμίας.

Μετά τον διπλούν φόνον, επάνω εις τα νεκρά σώματα των δυο αδελφών, ο χορός αποτελούμενος από Θηβαίας παρθένους ψάλλει τον λυρικώτατον «Ύμνον των Ερινύων» καθώς τον οναμάζουν αι ίδιαι, τούτον δε επακολουθεί ο παθητικώτατος θρήνος των δυο αδελφών Αντιγόνης και Ισμήνης, ο οποίος και έπρεπε να τελειώνη το δράμα. Αλλά έπεται και μια τελευταία σκηνή ακόμη.

Μήτε λέξη σε κανένα σαν ξημέρωσε· μόνο μαζεύω τα πράματά μου, τα δίνω ενός χαμάλη, και ξεκινώ κατά τη σκάλα. Βρίσκω καΐκι Μοσκονησιώτικο, πηδώ μέσα, και τα ξεκενώνω όλα του καραβοκύρη. Έπρεπε να τα πω, να ξεσκάσω. Ζήτησε να με καταπείση να γυρίσω στον τόπο μου, και όχι πάλε σε ξενιτειές. Του κάκου.

Θα καταντούσε το ρωμιόπουλο μεγάλος Αγάς μιαν ημέρα. Για τον Αγά αυτά δύσκολα πράματα δεν είτανε. Μα ο Προεστός είχε δόντια, κ' η δουλειά χρειάζουνταν &κολάι&. Σοφίστηκε το λοιπόν ο Αγάς να ζητήση ταγόρι νάρχεται και να τονε μαθαίνη ρωμαίικα. Ήθελε να τα μάθη τα ρωμαίικα, γιατί τους αγαπούσε τους Ρωμιούς. Το καλό τους ήθελε, κ' έπρεπε να καταλαβαίνη ο Αγάς τα παράπονά τους.

Θα ήκουσεν, είπεν ο Έρμων, ότι ο Αρισταίνετος είχεν ετοιμάση διά το δείπνον αγριόχοιρον και ενόμισεν ότι δεν ήτο άκαιρον ν' αναφέρη τον Καλυδώνιον. Σπεύσε, σε παρακαλώ, Αρισταίνετε, και στείλε ένα κομμάτι το καλλίτερον εις αυτόν τον γέροντα διά να μη αποθάνη της πείνης, όπως ο Μελέαγρος. Αλλ' έπρεπε να μη σκοτίζεται δι' αυτά, αφού ο Χρύσιππος τα θεωρεί αδιάφορα.

Ο δε Πτολεμαίος, ο οποίος και κατά τα άλλα δεν ήτο και πολύ συνετός άνθρωπος, αλλ' είχεν ανατραφή με κολακείαν ηγεμονικήν, τόσον εξηρεθίσθη και συνεταράχθη υπό της απροσδόκητου εκείνης διαβολής, ώστε χωρίς να σκεφθή όπως έπρεπε και εννοήση το απίθανον της διαβολής, ότι ο διαβάλλων ήτο αντίζηλος εις την τέχνην προς τον διαβαλλόμενον και ότι ο ζωγράφος ήτο ανίκανος να πράξη τοιαύτην προδοσίαν και μάλιστα αφού είχεν ευεργετηθή παρ' αυτού και περισσότερον από κάθε άλλον ζωγράφον τιμηθή, αλλά και χωρίς καθόλου να εξετάση εάν ο Απελλής εταξείδευσεν εις την Τύρον, κατελήφθη ευθύς υπό οργής και εγέμισεν από κραυγάς τα ανάκτορα, καταβοών εναντίον του αχαρίστου, του επιβούλου και συνωμότου.

Και τότες, που έπρεπε ο Γρηγόριος, αν είχε του Αθανασίου ή του Βασιλείου το χαρακτήρα, να μείνη σταθερός κι ακλόνιστος και να διαφεντέψη τη φιλανθρωπική εντολή της θρησκείας, άρχισε σταλήθεια να βαριεστίζη και να κλονίζεται και να λαχταρή την ποιητική τη γαλήνη, που πάντα τηνέ ζητούσε άμα του φαίνουνταν ανυπόφερτος πια ο κόσμος!

Όταν πλησιάσανε στην αίθουσα του θρόνου, ο Κακαμπός ρώτησε έναν ανώτερο αξιωματικό, τι έπρεπε να κάνουνε για να χαιρετήσουνε την μεγαλειότητά του: αν πρέπει να πέσουνε στα γόνατα ή να συρτούνε με την κοιλιά· αν πρέπει να βάλουνε τα χέρια στο κεφάλι ή στον πισινό· αν φιλούνε τη σκόνη της σάλλας: μ' ένα λόγο ποια είναι η εθιμοτυπία.

Όσο να περιμένη την απάντηση του παπά, ο Σιφογιάννης δε βγήκε από το σπίτι του. Αν έβγαινε, έπρεπε να βγάλη τη μαύρη πέτσα και ναρχίση να κάνη εξωτερικώς τον Τούρκο. Αφήκε μια μέρα και τη δεύτερη πήγε ο πάπας στο Μοχό νάβρη τον Αγά. Κιόταν το βράδυ γύρισε, είπε στη Σιφογιάννενα από την πόρτα: — Ανεζινιό, είν' ακόμ' από κεινά τα Λασιθιώτικα σύγλυνα; Να τα τηγανήσης μαυγά να τα φάμε μαζή.