United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενόμισα λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, έπειτα από αυτά, αφού απέκαμα εξετάζων εκείνα, τα οποία πραγματικώς υπάρχουσιν, ότι έπρεπε να προσέξω μήπως πάθω εκείνο, το οποίον παθαίνουσιν εκείνοι, οι οποίοι παρατηρούν και εξετάζουσι τον ήλιον, όταν παθαίνη έκλειψιν· διότι μερικοί βέβαια παθαίνουν βλάβην εις τα μάτια, εκτός εάν εξετάζουν την εικόνα του μέσα εις νερόν ή εις άλλο όμοιον πράγμα.

Απ' έξω υπήρχε πεζούλιον, προς ανάπαυσιν, αλλά διά να ξεκουρασθή κανείς από της επιπόνου οδοιπορίας καθήμενος εκεί, έπρεπε να ζητήση την άδειαν από τον Γέρω-Βοριά, όστις με αγρίους σφυριγμούς, απεδίωκε τους ξένους. Αι γυναίκες ήνοιξαν και εισήλθον. Σκότος βαθύ και σιωπή.

Εγώ φταίω που έγραψα τέτοια λέξη· άλλη δε βρίσκω και για να με καταλάβης, έπρεπε καμιάν άλλη να βρω. Απελπισμένη καρδιά είναι η καρδιά εκεινού που το πάθος, κανένα τρομερό, άγριο πάθος του μανίζει στα σωθικά του.

Αλλ' ίσως θα είπης ότι έπρεπε μεν να πλασθούν οι άνθρωποι, διαφορετικοί όμως και όχι ομοιάζοντες προς ημάς.

Αυτός διοικών έν πλοίον και βλέπων ότι ένεκα του δυσπροσίτου της ακτής οι τριήραρχοι και οι κυβερνήται, φοβούμενοι μήπως συντρίψουν τα πλοία των, εδίσταζον να πλησιάσουν και εις αυτά ακόμη τα μέρη όπου εφαίνετο δυνατή η προσέγγισις, εβόα λέγων ότι δεν έπρεπε, φειδόμενοι ξύλων, να αφήσουν τους εχθρούς να εγείρουν τείχος εις την χώραν των, και παρώτρυνεν όχι μόνον να προσεγγίσουν και να κατασυντρίψουν τα πλοία, αλλά και οι σύμμαχοι να μη διστάσουν κατόπιν τόσων ευεργεσιών, να θυσιάσουν κατά την περίστασιν ταύτην τα πλοία των εις τους Λακεδαιμονίους, εξοκέλλοντες δε και αποβιβαζόμενοι διά παντός τρόπου να νικήσουν τους εχθρούς και να κυριεύσουν την θέσιν.

Βλέπω που πολλοί προσπαθούν όλο και λεν κάθημαι αντίς κάθουμαι . Βέβαια θα νομίζουν που ο τύπος κάθημαι είναι πολύ πιο κανονικός. Δεν είναι όμως διόλου. Το κάθημαι είναι παραφθορά · έπρεπε οι αρχαίοι να το πουν κάθησμαι , με το ίδιο σ που έχει το δέφτερο και τρίτο πρόσωπο ήσαι, ήσται . Το τρίτο πρόσωπο κάθηται είναι μάλιστα λάθος διπλό.

Αρκετά, γι’ αυτά θα μιλήσουμε κατόπιν με την Έστερ. Το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι…. Λοιπόν, θα σου το πω: ότι η Ρουθ πέθανε έτσι ξαφνικά. Μπορεί και εκείνη να ήταν ευχαριστημένη….» Ο Έφις σηκώθηκε. Ένοιωθε κάτι να τον τσιγκλάει σε όλο του το είναι και έπρεπε να φύγει, να κάνει το πεπρωμένο να βιαστεί. «Περίμενε λίγο ακόμη, διάολε!

Και σαν σκλάβες εκείνες έπρεπε να δουλεύουν, να ζυμώνουν, να υφαίνουν, να ράβουν, να μαγειρεύουν, να μάθουν να φυλάνε το έχει τους και πάνω απ’ όλα δεν έπρεπε να σηκώνουν τα μάτια τους στους άντρες, ούτε να επιτρέπουν στον εαυτό τους να σκεφτεί κάποιον που δε θα προοριζόταν να γίνει άντρας τους. Τα χρόνια όμως περνούσαν και γαμπρός πουθενά.

Και σε, είπε προς τον συγγραφέα, ούτω έπρεπε να σε μεταχειρισθώ, διότι τοιαύτας μονομαχίας κάνεις διά λογαριασμόν μου και δι'ενός ακοντισμού φονεύεις ελέφαντας.

Αναλόγως λοιπόν αυτή που ναυπηγεί τα πάντα είνε η Ειμαρμένη, σεις δε είσθε τρύπανα και σκεπάρνια των Μοιρών και επομένως οι άνθρωποι έπρεπε να προσφέρουν θυσίας εις την Ειμαρμένην και παρ' αυτής να ζητούν τα αγαθά, αλλ' αντί τούτου τιμούν τους θεούς με θυσίας και λιτανείας.