Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Κρατούσε στο χέρι τα παπούτσια∙ άφησε να της πέσουν το ένα μετά το άλλο, έπειτα έσκυψε να τα μαζέψει. «Έφις, βλέπεις; Η κατάρα που σου έδωσα έπιασε! Ακόμη και τα ρούχα σου άλλαξες. Θυμήσου που ήθελες να με σκοτώσεις.» «Είμαι πάντα έτοιμος, εάν δεν πάψεις! Πες μου, πως είσαι;» «Όχι πολύ καλά.
Τότες του λέει κι' ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου «Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα, μη με τρομάζεις, και παιδί δεν είμαι εγώ ή γυναίκα 235 ψόφια έτσι, π' άρματα ποτές δεν έπιασε στο χέρι.
Η γυναίκα διηγότανε κι ο άντρας βεβαίωνε ξαναλέγοντας τα λόγια της. Και το κακό είχε ρθει τόσο δόλια και ξαφνικά, ώστε να μην μπορέση να του αντισταθή κανείς ούτε να μπορέση να δώση κανείς βοήθεια. Η πυρκαϊά έπιασε μιαν ανοιξιάτικη μέρα το Μάρτη, μια μέρα που φυσούσε ο βοριάς ψυχρός κι ο πάγος ανάμεσα στα νησιά ούτ' έσπαζε ούτε βαστούσε να περάσουν απάνω του.
Ένας κόμπος έπιασε τον Στρατή στο λαιμό, κάτι τι του φάνηκε πως του αποστάθηκε στο λαρύγγι κ' έβηξε να το πετάξη. Άκουσε μόνος του το βήχα του μέσα στη σιγαλιά και ξαφνίστηκε. — Ποιος έβηξ' έτσι; Χριστός και Παναγιά! — Κανένας. Εσύ έβηξες, Στρατή. — Αλήθεια, εγώ έβηξα. Και ξαφνίστηκα. Νόμισα πως έβηξε το Μαχώ. Δεν μπορώ νακούω άνθρωπο να βήχη...Δεν μπορώ. Μια σιωπή θανατική έπνιξε το βήχα.
Προχωρώ Μέσα σε λόγκο μαύρο, 'Σάν το βαθύ το σύγνεφο Ν' αστράψη 'τοιμασμένο. Φωναίς, σαν βουβουνίσματα. Ακούω, και προσμένω Την αστραπή. Και γλίγωρα Φεύγω τον πάτο ναύρω. Ο λόγκος δεν τελείωνε. 'Σ τη μέση του ποτάμι Νερά με φλόγες κύλαε, Με μια βοή μεγάλη, Και τα νερά 'σάν αίματα Κόκκινα ήταν. Πάλι Εκεί τρομάρα μ' έπιασε, Κ' έτρεμα 'σάν καλάμι. Ήταν πλατύ.
Μόνον ένας γείτονας, ο κυρ Μικέλης ο Φλουδάκης, πέρασε το χέρι του απ' το παραθυράκι και μου έρριξε δέκα σβάντζικα. Εγώ του φώναζα να μου φέρη νερό. Αλλά μου είπε, δεν είχε, κ' έφυγε. Ή δεν είχε αληθινά, ή φόβος τον έπιασε και δεν ήθελε ν' αργοπορήση σιμά μου, μην κολλήση. Καλά και τα δέκα σβάντζικα. Λεφτό δεν είχα.
Ο Μάρκος την πήρε από τα χέρια και την εσήκωνε, όταν η Ιζόλδη ρίχνοντας απάνω του τα μάτια της, είδε τα ευγενικά χαρακτηριστικά του παραμορφωμένα από το θυμό. Τέτοιος της είχε φανή, τότε, μπροστά στη φωτιά, — σα μανιασμένος. «Α! σκέφτηκε, ο φίλος μου ανακαλύφτηκε. Τον έπιασε ο Βασιλιάς». Επάγωσε η καρδιά της, κι' αμίλητη η Ιζόλδη έπεσε στα πόδια του Βασιλιά.
Έταξε λοιπόν τότες ο Αδάδης πως α νικήση θα γίνη χριστιανός. Κ' επειδή νίκησε, κ' έπιασε μάλιστα αιχμάλωτο το Δαμιανό, έστειλε πρεσβεία του Ιουστινιανού ζητώντας του κλήρο κ' Επίσκοπο, κ' έτσι συστήθηκε η Εκκλησία της Αβυσσινίας. Η γενική όμως κατάσταση της Ανατολής δεν είταν της προκοπής και μεγάλη τιμή του Ιουστινιανού δεν του δίνει. Όλη η χώρα από το Δούναβη και κάτω υπόφερνε καθώς είδαμε.
Κι' ο Έχτορας μιας κι' έπιασε τ' αδερφικό κεφάλι, δεν τ' άφινε· κι' ο Πάτροκλος αντίκρυ απ' το ποδάρι τραβούσε, κι' έστησαν σφαγή οι άλλοι πεισματάρα.
Ελληνισμός με πολιτική ή και μ' απλή εθνική ιδέα το είδαμε πως δεν έπιασε στα μέρη εκείνα. Το πολύ ξεφυτρώσανε μερικά παραβλάσταρα γύρω στα ξερόκλαδα της αρχαϊκής αρετής, και τέτοια απομεινάρια παλιάς δόξας χρέος μας είναι να τα μαζέψουμε τα λίγα που βρίσκουνται. Φαίνεται πως της τύχης μας είταν, όσες φορές τα βάζαμε με τους Πέρσους, τις πιώτερες να βγαίνουμε δοξασμένοι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν