Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Εψιθύρισε και έβαινε γοργά, σαν να την έπιασε βροχή. Πλην παρεπάτησεν η δειλήμων κόρηαποτυφλούται ο δειλόςκαι προσέκρουσεν εις τον κορμόντης εφάνημιας εκεί συκομωρέας. Όμως ηπατάτο φευ!

Η παπαδιά τους χαλούσε πάντα τη συζήτησι, με την γκρίνια της, έβαζε παντού το λόγο της, τους έβγαζε ξυνό το λίγο κρασάκι, που τραβούσαν με την ησυχία τους και λυπότανε το λάδι που καιότανε στο λυχνάρι. Ο Παπα-Παρθένης έκλεισε το δεξί του μάτι στο φίλο του, έκαμε μία χειρονομία τινάζοντας το ράσο του και υστέρα είπε σοβαρά: — Την έπιασε πάλι το κεφάλι της, την ευλογημένη.

Χωρίς να βγάλη το καπέλλο του, πήγε τα ίσα στο κρεββάτι κι απίθωσε τη μαγκούρα απάνω στην κουβέρτα. Έπιασε το σφυγμό της Βεργινίας, έβαλε το χέρι στο λαιμό της και στην καρδιά.. έβαλε ταυτί του στο στήθος. . . Λιποθυμία είναι, μα είναι πολύ αδύνατη.

Τότε ο Έφις πετάχτηκε επάνω, τον έπιασε από τους ώμους και του ψιθύρισε στο αυτί: «Κλέφτη!» Ο Τζατσίντο είχε την αίσθηση ότι τον άρπαξε ένα όρνιο∙ άνοιξε τα χέρια και το γράμμα έπεσε καταγής. Κεφάλαιο έβδομο Με το ξημέρωμα ο Έφις ξεκίνησε για το χωριό. Τα αηδόνια τραγουδούσαν και όλη η κοιλάδα είχε πάρει ένα χρυσαφί χρώμαένα γαλάζιο χρυσαφί από την αντανάκλαση του φωτεινού ουρανού.

Επέρασε το χέρι του τάσαρκο μες από το δίχτυ του φεγγίτη, κ' έπιασε της γυναίκας του το παχουλό χεράκι απόξω. Της τράβηξε τα χέρι καταμέσα τόσο, που ακούμπησαν στα βαριά σίδερα της πόρτας τα χυμερά κι αφράτα της στήθια· το ροδοκόκινο προσωπάκι της, ξαναμένο, εκόλλησε πάνω στα δίχτυ του φεγγίτη.

Είταν παραμονή της πρωτοχρονιάς εκείνη τη βραδειά, κι' η γυναίκα άλλο από λίγο ψωμί αραποσίτικο δεν είχε και στενοχωριώταν. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα κι' ένα παλληκάρι, μίλησε κρυφά με τη γυναίκα, βγήκε έξω στην αυλή, έπιασε ένα πετεινό, τον έσφαξε και σένα κομμάτι ώρας τον έβαλαν στη χύτρα να βράση.

Κι' έπιασε εκείνη το ζυγό των διο του αλόγων κι' είπε «Α λίγο ο γιος του τούμιασε που γέννησε ο Τυδέας! 800 Ναί, εκείνος είταν μια μπουκιά κορμί, μα παλικάρι.

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ Δεν ήτο τρόπος να σταλθή. Ιδού· εδώ το έχω ούτε μου ήτο δυνατόν να σου το στείλω 'πίσω. Τόσος τους έπιασε πολύς επιδημίας φόβος. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ω συμφορά! Το γράμμα μου ασήμαντον δεν ήτο, αλλ' είχε, μα το ράσον μου, μεγάλην σημασίαν, και ίσως η αναβολή κακόν μεγάλον φέρη. Πήγαινε τώρα, πήγαινε, ω πάτερ Ιωάννη, εύρε λοστόν, και φέρε τον αμέσως ‘ς το κελλί μου.

Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη με σχήμ' αετού• ξιππάσθηκε το πλήθος 'που την είδε• εθαύμαζεν, ως είδε τηντα μάτια εμπρός του, ο γέρος• του Τηλεμάχου άμ' έπιασε το χέρι, και τον είπε•

ΡΩΣ Κι' αυτά του Δώγκαν τ' άλογα, — παράδοξον και όμως αληθινόν, — ζώα λαμπρά, το άνθος των αλόγων, αγρίευσαν, και έσπασαν τους σταύλους των, κ' εβγήκαν κ' εχύθηκαν ακράτητα κ' επαναστατημένα, 'σάν νάθελαν τον πόλεμον να κάμουντους ανθρώπους! ΓΕΡΩΝ Το ένα τ' άλλο έφαγε, μου είπαν. ΡΩΣ Είν' αλήθεια! Το είδα με τα μάτια μου και μ' έπιασε τρομάρα!

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν